Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ


Ο ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟς κ. ΒΕΛΤΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟς ΤΗΣ ΜΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
                                                                                                                                                                            Η κριτική ανάγνωση που επιχειρώ, γυρίζει σε "παράλληλο μονόλογο" για τους λόγους που φαίνονται στην εξέλιξη αυτού του "διαλόγου"΄.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ: Οι προτάσεις του κ.Βέλτσου θα παρουσιάζονται μ’αυτό τον τύπο των στοιχείων και σ’αυτό το μέγεθος.

ΠΡΟ-ΓΡΑΦΗ
Σε μιαν εποχή που η επικοινωνία βρίσκεται σε τεχνολογική άνθηση, μα λόγω της μεγάλης τεχνολογικής αυτής ανάπτυξης, συγχρόνως πλήττεται από το ψέμα, ο κ. Βέλτσος καβάλα στο άλογο του ιππότη μιας υπερρεαλιστικής αποκάλυψης, επισείει πάνω απ’το κεφάλι της κοινωνίας την κατάρα της μη κοινωνιολογίας.     Όταν οι λαοί προσπαθούν να βγάλουν κάποιαν άκρη στο πέλαγος αυτό της ψευδολογίας κι όταν η φιλοσοφία αντί να αναζητεί την αλήθεια έχει γίνει βιομηχανία του ψεύδους, ή αυτοσκοπός ως αμφισβήτηση, να κι ο κ. Βέλτσος που θέλει κι αυτός ένα μερδικό.
     Το πρόβλημα των ανθρώπων ήταν πάντα η πάλη για την κατανόηση του κόσμου κι όχι ο αγώνας να γίνεται ακατανόητος. Μετά τα σημειολογικά παραληρήματα κάποιου λόγου χαλκευμένου μέσω του οποίου έχοντας ο ιμπεριαλισμός όλα τα μέσα στη διάθεσή του, θα μπορούσε να προωθεί το ψεύδος για αλήθεια, και ενώ οι «φιλόσοφοι» αλαλάζουν με τυμπανοκρουσίες πως «η αλήθεια επί τέλους πέθανε», θα έπρεπε να έλθει και η σειρά της κοινωνιολογίας να πεθάνει.

Ιδού η ενδοϋποκειμενική εννόηση, που θα πάρει το λόγο σαν την σπάθα του δεύτερου ιππότη της αποκάλυψης, «ως γραφή σ’ένα κείμενο διαρκώς ανολοκλήρωτο: το κείμενο κατεξοχήν σημείο του καντιανού Υψηλού, δείγμα γραφής της μετα-μοντέρνας εποχής μας και πεδίο αυτού που υπάρχει μετα-γραφόμενο».
      Εάν ο κόσμος είναι αντιληπτός ως γραφή διαρκώς ανολοκλήρωτου κειμένου πως θα μπορεί να υπάρξει ως μεταγραφόμενο αφού δεν θα έχει ολοκληρωθεί.  Μια μετα-γραφή τέτοιου είδους είναι η αποδοχή ενός τετελεσμένου κόσμου που επαναλαμβάνει επ’άπειρον το τετελεσμένο του σώμα. Αυτό το γίγνεσθαι για να είναι τετελεσμένο και πεπερασμένο, συνίσταται από όρους θετικούς σαν αυτούς του ντετερμινισμού και κατά συνέπεια του Ορθού λόγου.
    Ο κόσμος για να είναι αντιληπτός ως αενάως ανολοκλήρωτο κείμενο, οι όροι της γραφής του πρέπει να είναι αυτοαναιρούμενοι, δηλαδή αντιφατικοί. Τότε το γίγνεσθαι δε θα μπορεί να είναι φαινομενικό, αλλά ουσιαστικό και κάθε του στιγμή θα έχει μέσα της το στοιχείο του ανεπενάληπτου.   Αυτός ο κόσμος είναι ένα κείμενο γραμμένο σε γλώσσα αντιφατική, Ηρακλειτική, του οποίου η ολοκλήρωση είναι ανολοκλήρωτη. Τα στοιχεία που το συνιστούν Είναι-μη Όντας ή καταλύονται-συντιθέμενα, περιέχοντας συνεχώς το χαρακτηριστικό του Νέου, έχοντας μιαν άλλη λογική απ’τον ορθολογισμό, που υπακούει στη Διαλεκτική Λογική δηλαδή τον Αντιφατικό Ορθολογισμό.  

Εγώ κατανοώ πως έχοντας καταληφθεί ο κ. Βέλτσος απ’αυτό το θαυμάσιο Μετά-Post, για να μπορεί να είναι «μετά την κάθε θεωρία της κοινωνίας»,  «μετά τον στρουκτουραλισμό»,  «μετά την διαλεκτική, έστω και στην αντορνική αρνητική της εκδοχή», μιας «μεταμοντέρνας εποχής», «μετά κάθε ιδεολογία και θεωρία της κοινωνίας που επαγγέλλετα τη χειραφέτηση ως ριζική κριτική της γνώσης κλπ. ως μετά-μοντέρνα» θα μπορεί να θέσει έναν ορισμό μιας αχαλίνωτης ίσως "αναρχικής" ελευθερίας.  Αυτό όμως είναι μια χείμαιρα, όπως η απόλυτα καθαρή συνείδηση, η απόλυτα ενδοϋπαρξιακή εννόηση και όλα τα παράγωγα της φιλοσοφικής ενόρασης που απορρέουν από την ψυχολογία και αποδέχονται με έναν μυστικοπαθή τρόπο την υπαρξη της όποιας ψυχής. Αυτά όλα πλέον έχει υπερκεράσει η επιστήμη μέσω της ανάγνωσης της γραφής του DNA, με επιστημονικά αδιάβλητο τρόπο.
    Η εξωτερική και η εσωτερική ελευθερία λοιπόν δεν απορρέει από την ψυχή αλλά είναι μια σειρά
αντιφατικά γεγραμμένων καταναγκασμών ως DNA, που είναι η ιδια η δομή του ανθρώπου. Αυτές όντας αντιφατικές περιέχουν ακόμα και το αντίθετό τους κι έτσι ο αντιφατικός καταναγκασμός είναι αυτός ο ίδιος η ελευθερία απεριορίστων επιλογών.   

 Όλα όμως αυτά τα Μετά δε μπορούν να υπάρξουν, αφού το κείμενο το οποίο υπαινίσσεται ο κ. Βελτσος είναι μη ολοκληρούμενο κι έτσι δεν έχει ούτε Πριν, ούτε Μετά, όντας συνεχώς εν τω γίγνεσθαι.Το πριν που δεν είναι, ούτε το μετά είναι, το τώρα είναι μόνο.  ―Το τώρα, που είναι η αιχμή του φθίνοντος παρόντος, που είναι ανάμεσα απ'το "πριν" και το "μετά", όντας συνεχώς -Αυτό Πάντα Άλλο-.
―Το αληθινά ανολοκλήρωτο κείμενο είναι μόνο τώρα. Δεν ολοκληρώνεται αφού είναι συνεχώς εν τω γίγνεσθαι, καταλύεται-συντιθέμενο-Είναι-μη Όντας.

Ζήσαμε στην εποχή των μικρών διανοητών που μη έχοντας τίποτα δικό τους να πουν, ανάλωσαν τη μίζερη ζωή τους, βάζοντας ιδέες άλλων σε κουτάκια, και για ένα μικρό σοφό κείμενο, έγραψαν τόμους ολόκληρους υποσημειώσεων, που τις πιο πολλές φορές ήταν α-νόητες.
     Ο Ροστροπόβιτς κάποτε παρεκάλεσε το Σοστακόβιτς ν’ακούσει τις σουίτες του Μπάχ που θα του έπαιζε.  Ο Σοστακόβιτς τον άκουσε με πολύ προσοχή αλλά δεν είπε τίποτα!  Τότε ο Ροστροπόβιτς εξεβίασε μια γνώμη. Αυτός τότε του απάντησε «ότι πρέπει να είναι μεγάλος μουσικός, αφού με την εκτέλεσή του "βοηθά" το Μπαχ στη σύνθεση».

Ακόμα η ενδοϋποκειμενική εννόηση (που εγώ δε μπορώ να φανταστώ εννόηση άλλου είδους), αφού εννοώ σημαίνει ακριβώς αυτό, που όταν «είναι κατεξοχήν σημείον ενός κάποιου Υψηλού και μάλιστα καντιανού», καβάλα στο άλογο του τρίτου ιππότη της αποκαλύψης, καλπάζει βίαια για τον μυστικισμό που είναι: «Η αναγνωστική θεωρία, ερμηνεία του κειμένου ως δράσης, γενεαλογία της γραφής ως εξουσίας, αναιρετική γραμματολογία του φωνοκεντρισμού κι ικανότητα του κρίνειν, αυτού που δεν μπορεί να κριθεί, διότι έχει υποσκάψει τους κανόνες της κρίσης του».
       Για όλα αυτά που ευαγγελίζεται ο κ. Βέλτσος, πρέπει πρώτα να ορίσει το είδος της αναιρετικής γραμματολογίας του φωνοκεντρισμού και ειδικά το πεδίο του κρίνειν αυτού που δεν μπορεί να κριθεί με τον τρόπο που ξέρουμε, αφού οι κανόνες του κρίνειν σ’αυτό το πεδίο, συνεχώς ανατρέπονται. Είναι-μη Όντας, καταλύονται-συντιθέμενοι.
    Την αναιρετική γραμματολογία αυτή όμως, μας την έχει διδάξει ένας άλλος δάσκαλος πολύ καλύτερα, ο Ηράκλειτος.  Αυτός έχει θέσει τους όρους του παιγνίου απ’την αρχή, γνωρίζοντας πως αυτή η γραμματολογία έχει όνομα και λέγεται Διαλεκτική.  Αυτή είναι χωρίς μετά ή post,  γιατί το παίγνιο που περιγράφει και ορίζει, είναι Ένα Συνεχές Ανολοκλήρωτο που δεν τελειώνει ποτέ, για να έχει Μετά, για να έχει Μετα-γραφή ή ακόμα Μετα-φυσική.
     Αυτή η γραμματολογία, ο Λόγος του Ηράκλειτου, είναι η Διαλεκτική ως Ουσία, δηλαδή μια Αντιφατική Γλώσσα.
     Ο αντιφατικός Λόγος για τους σύγχρονους νεοκαντιανούς, ως αντιφατικός «πέφτει στον παράλογο», γι’αυτό δεν είναι λίγοι αυτοί που μη γνωρίζοντας το βαθύτερο νόημα της διαλεκτικής αντιφατικότητας, την εξομοιώνουν με τη νομιμότητα της «τρέλας ως λογικής».
     Ο αντιφατικός Λόγος, ως διαλεκτική σκέψη, δεν επιδιώκει το ταξίδι μέσα στο άκριτο, ούτε δέχεται ότι υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κριθεί, αλλά μιαν αυτοαναιρούμενη ανώτατη κριτική σκέψη και γλώσσα, που θα μπορεί να μιλήσει το ανολοκλήρωτο κείμενο του κόσμου. Ένα κείμενο ζέον, που είναι πάντα άλλο, αλλά συγχρόνως ταυτό με τον εαυτό του, και συντίθεται από στοιχεία αντιφατικά που Είναι-Μη Όντας, φεύγουν-επιστρέφοντας, και καταλύονται-συντιθέμενα.

«Η μη κοινωνιολογία, αναλυτική μιας κοινωνίας κειμενικής,  προϋποθέτει εκτός απ’τα εννοιολογικά κίνητρα και την κινητήρια διαίσθηση του μελετητή σαν «θλιμμένη γνώση» ενός ατέλεστου post».
     Και πάλι θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις ο κ. Βέλτσος, για το πως η αναλυτική μιας κοινωνίας κειμενικής, προϋποθέτει την κινητήρια διαίσθηση του μελετητή, σαν θλιμμένη γνώση ενός ατέλεστου μετά.  Εμείς βέβαια υποπτευόμαστε ότι αυτή η κινητήρια διαίσθηση είναι η καντιανή «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα του όντος» ως αισθητική. Για να μπορεί όμως να ορθώσει αυτό το λόγο, πρέπει να ορίσει ποιά θα ήταν η λογική κειμενική ραχοκοκκαλιά του όποιου λόγου που θα μπορεί να είναι «ατέλεστο post», αφού όπως είπαμε το ατέλεστο προϋποθέτει Αντιφατική-Διαλεκτική Λογική. Όμως μέσα σε όλα το οποία υπερφαλάγγισε με το ιδιόμορφο αυτό post ο κ. Βέλτσος ήταν και η κάθε μορφή διαλεκτικής. Το μόνο που δεν υπερφαλάγγισε είναι ο Ορθολογισμός τον οποίον υπερθεματίζει μέσα απο τον θαυνασμό του στη ευφυία του Καντ.  Ο Ορθολογισμός όμως αποδεχόμενος πράγματα καθαυτά για να μπορεί να είναι εγκυρη σκέψη, κατ'ανάγκη αποδέχεται κοσμό κλειστό, πεπερασμένο και τετελεσμένο, κάτι που ενώ αποδέχεται την μετα-γραφή, αναιρεί τον ατέλεστο χαρακτήρα της.
     Ποιοί θα μπορούσαν να είναι οι όροι της κειμενικής αυτής κοινωνίας, τι είδους κίνητρα εννοιολογικά θα είχε και πως η κινητήρια διαίσθηση του «μελετητή» ως ατέλεστη γνώση, έστω και «θλιμμένη», θα ήταν δυνατή.  Γιατί ο κ. Βέλτσος δεν κάνει απλά μια διαπίστωση, έστω και μ’ένα υπερρεαλιστικό ποιητικό τρόπο, αλλά προτείνει την «επιστήμη της μη κοινωνιολογίας».
     Η εύκολη απάντηση είναι: πως η μη κοινωνιολογία, όντας «μη», δε μπαίνει σε κάποια όρια προδιαγεγραμμένα ή δεν έχει κατατεθημένους όρους, αφού το γίγνεσθαί της είναι αληθινό γίγνεσθαι. Δηλαδή η «μη κοινωνιολογία» είναι συνεχώς εν εξελίξει. Τότε ο κος Βέλτσος καλύτερα θα έπρεπε πρώτα να ορίσει, πως θα μπορούσε να είναι δυνατή η έννοια του γίγνεσθαι ως αληθινή κι όχι ως φαινομενική οπότε θα ανφαίνοντο άλλοι όροι από τους ορθολογικά αποδεκτούς. Αλλιώς το ευφυές του κείμενο του, ως μια «Μουσική των νερών» του Χέντελ θα μας μετέφερε μόνο τα πυροτεχνήματα.

ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Αν ο άνθρωπος είναι αποτέλεσμα του παγκόσμιου γίγνεσθαι πρέπει να περιέχει όλες τις στιγμές αυτού του γίγνεσθαι, γεγραμμένες μέσα του ή καλύτερα, θα πρέπει ο ίδιος να είναι μια γλώσσα, μια γραφή. Αυτή η γραφή είναι η γλώσσα του σύμπαντος που περιέχεται κωδικά ως "a priori κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός" στο ανθρώπινο DNA κι από κει στον εγκέφαλο.
     Όταν η εμπειρία διοχετεύεται στο γνωστικό μηχανισμό, από τη μια αφυπνίζει και διεγείρει αποκωδικοποιώντας το μηχανισμό, ξαναθυμίζοντάς του αρχαίους δρόμους που χάνονται βαθιά μέσα στους προγόνους και το ζώο, απ’την άλλη η εμπειρία μη όντας απόλυτα ίδια με τ’αρχαία στοιχεία του μηχανισμού που συναντά, ξαναδιαμορφώνει τον αρχαίο δρόμο, πλουτίζοντάς τον.  Την αποκωδικοποίηση του γνωστικού μηχανισμού που γίνεται με τη διοχέτευση και αφομοίωση της εμπειρίας, ακολουθεί η καταγραφή της αποκωδικοποίησης ως συνειδητοποιημένης κωδικοποίησης στον εγκέφαλο. Η πορεία της επανα-κωδικοποίησης αυτής στον εγκέφαλο είναι η Συνείδηση,  ενώ το απύθμενο μέρος του γνωστικού μηχανισμού που δεν έχει αποκωδικοποίηθεί ακόμα, είναι η Αισθητική δηλαδή η Ενόραση, η Φαντασία, το Συναίσθημα κλπ.
    Όταν ο άνθρωπος δεν έχει αρκετά εμπειρικά δεδομένα να αποφανθεί για κάτι, μπορεί να πατά πάνω στην Αισθητική, που είναι όλο αυτό το απύθμενο ρεύμα του παγκόσμιου γίγνεσθαι, που ο γνωστικός μηχανισμός περιέχει μέσα του.  Η μεταφυσική λοιπόν που μπορεί να είναι η «κινητήρια διαίσθηση του μελετητή σαν θλιμμένη γνώση ενός ατέλεστου post», χάνει το Μετά κι έχει μια φυσική υπόσταση, που παραλείποντάς την κάποιος,  καλπάζει βίαια προς το μυστικισμό. Τον μυστικισμό που είναι ο απόπατος της διαλεκτικής.

«Τα ατήρητα pacta ενός ανομικού συμβιβασμού, που το κράτος προνοίας έχει επιτυχώς διαπράξει με την κοινωνία εις βάρος του ιδιωτικού χώρου  και της ασήμαντης μικροϊστορίας της ιδιωτικής ζωής.―Που μόνο σ’αυτήν έχουμε υπάρξει».
    Αυτά που ο κος Βελτσος περιφρονεί, εγώ ο εύφρων άνθρωπος αναζητώ με λαχτάρα κι ούτε ελπίζω πως θα τα έχω ποτέ.  Βλέπεται υπάρχουν τάξεις και ταξικά στρώματα κι ενώ για κάποιον μια ζεστή φασουλάδα είναι μάνα εξ’ουρανού, για άλλον είναι προσβολή και απαξίωση.
    Έχω με τα ίδια μου τα μάτια δει εξηντάρη καθηγητή με κατάμαυρο βαμμένο μαλλί, να τραβολογά προσβλητικά δεκαοκτάρα σαν τα κρύα τα νερά σε ιδιωτικό τετ-α-τετ.  Και όπως ο γάτος που βατεύει σκούζει κι όλας, μπορεί να παραπονείται «γι’ατήρητα pacta ανομικού συμβιβασμού».  Δε θα πρέπει λοιπόν, κάθε κ. Βέλτσος να κατηγορεί τον ανομικό αυτό συμβιβασμό αφού ένας παράγοντάς του είναι κι αυτός ο ίδιος.
     Εμείς οι καταφρονεμένοι απάτριδες που νοιώθουμε το βιασμό της ασήμαντης μικροϊστορίας της ιδιωτικής μας ζωής, ξέρουμε πως ούτε σ’αυτή δεν μπορούμε να υπάρξουμε, αφού ούτε αυτήν τη μικροϊστορία μπορούμε να έχουμε.                 

ΑΦΟΥ ΛΟΙΠΟΝ

«Αφού λοιπόν το μάτι βρίσκεται σ’άγρια κατάσταση, γιατί να μην εξαγριώνει και τον αναγνώστη; Γιατί η γραμμένη σελίδα σαν πίνακας του Paolo Uccello, να μην τρέπει τον αναγνώστη σε άτακτη φυγή»;
    Γιατί ένας αντιαισθητικός πίνακας ζωγραφικής, ακόμα κι αν δεν έχει τίποτα να πεί, ακολουθεί μια «γραμματολογία εικονική», όπου η αντιαισθητική της έχει ένα δικό της λόγο (ίσως το «Κίτς»). Είναι ανόητο ένα κείμενο να θέλει να πεί κάτι που αβίαστα λέει μια εικόνα.  Όπως είναι ανόητο κάποιες εικόνες να πασχίζουν τη γραμματολογική διάσταση του λόγου του Χέγκελ ή του Κάντ.  Πρέπει ν’αποφεύγεται η όποια αντιαισθητική μπουρδολογία και στην εικόνα και στο λόγο. Κι ο κος Βέλτσος ως διδάκτωρ, πρέπει καί την ευχέρεια λόγου να διαθέτει, αλλά και τί θα διδάξει να ξέρει. Αλλιώς….

«Σαν τους παράτολμους πίνακες του Elstir, που φαίνονται γελοίοι στα μάτια του καλού κόσμου κι ωστόσο, ενδιέφεραν περισσότερο τον Marcel εκεί στο προθάλαμο των Guermantes, επειδή επέστρεφαν στη ρίζα της έκφρασης, αναπαριστώντας ένα αντικείμενο με κείνο το άλλο, που στην αναλαμπή της πρώτης πλάνης είχαμε νομίσει πως ήταν το αντικείμενο αυτό. [«Αναζητώντας . . . .ΙΧ» σελ 56]  ή ακόμα σαν το θεσπέσιο πόδι μιας γυναίκας που ξεπροβάλλει από το άγνωστο αριστούργημα,  [«H. de Balzac  «Το άγνωστο αριστούργημα» σ. 88], αφήνοντας άναυδο το θεατή μπροστά στο μουνζουρωμένο πίνακα, τη στιγμή που πάει να τον προσπεράσει.  Έτσι κι οι γραμμές μιας σελίδας που τρομάζει τον αναγνώστη, το συγκρατούν όταν βρεί τον τρόπο να διακρίνει στην αμυδρή φωτοσκίαση της γραφής, ένα παράξενο ρητορικό σχήμα ή μια μεταφορά που για ο συγγραφέας να την αναδημιουργήσει, μέσα από τη ρητορική των πραγμάτων, του κόστισε απίστευτους κόπους».
     Εδώ ο κος Βέλτσος θέλει να τραγουδήσει με τα μάτια, να τρέξει με το στόμα κλπ.  Υποτίθεται ότι ο κος Βέλτσος γράφει κάποιο φιλοσοφικό κείμενο κι είναι ένας συγγραφέας που δε στερείται το χάρισμα του λόγου.  Ο Paolo Uccello κι ο Elstir είναι ζωγράφοι. Ας αφήσουμε τους ζωγράφους να ζωγραφίσουν, τους συγγραφείς να γράψουν, τους ρήτορες να πούν.
     Ο λόγος πρέπει να περιέχει κάποιου είδους λογική, ενώ η εικόνα μπορεί να ταράζει και να διαπερνά τα όρια του λόγου.   Αν όμως ο συγγραφέας θέλει να παίξει ένα τέτοιο ρόλο, μπορεί να γράψει ποίηση και μάλιστα υπερρεαλιστική.
     Επίσης να καλείς σαν αρωγό στις απόψεις σου τον Μαρσέλ ή το Μπαλζάκ, που μπορεί να λένε θαυμάσια πράγματα όμως άσχετα με την τέχνη της ζωγραφικής, αφού τα λόγια μόνο ως την θύρα της θα μπορούσαν να σε πάνε, ενώ αυτή η ίδια η τέχνη της εικόνας είναι κάτι άλλο, είναι σαν να τραγουδάνε οι βουβοί, να χωρεύουν οι κουτσοί κλπ. ―Ο Αϊνστάιν ήταν μεγάλος επιστήμονας όχι όμως καλός βιολονίστας, ούτε καλός φιλόσοφος. Το ίδιο κι ο Μπαλζάκ ήταν εξαίρετος συγγραφέας μα κακός τεχνοκριτικός, αν όποια λεγόμενά του είχαν αυτό το σκοπό. Τα λεγόμενα των όποιων συγγραφέων ως κριτική σε άλλες τέχνες, μόνον αν είναι αυτά τα ίδια λογοτεχνικά έχουν αξία. Κάθε «λογοτεχνική» παρέμβαση όμως σε θέματα εικαστικών τεχνών, μόνον εμπορευματική αξία δίνουν στο συγκεκριμένο έργο ή το διαφημίζουν. Το εικαστικό έργο έχει τη δική του γλώσσα που είναι επαρκής κι ο συγγραφέας που το ερμηνεύει, καλύτερα να πάρει το χρωστήρα ή τη σμίλη.
     Μπορούμε όμως γενικά μιλώντας για την τέχνη και ποτέ για συγκεκριμένο έργο, να δεχτούμε ότι το έργο τέχνης έχει κάποιο λόγο ύπαρξης μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο.  Είναι κι αυτό προϊόν προς κατανάλωση. Όπως δεν τρώμε καρέκλες ή δεν φοράμε πορτοκάλια (κάθε ένα προϊόν έχει κάποιο σκοπό), απολαμβάνουμε το έργο τέχνης και καλλιεργούμεθα. Τι θα πει καλλιεργούμαι; Κατ’εμένα καλλιέργεια είναι η δυνατότητα ν’αποπλέκεται ο άνθρωπος απ’τη μιζέρια της όποιας καθημερινότητας και να αντλεί δύναμη να κάνει το καθήκον του, που είναι το Υπερβατικό στην καθημερινότητα. Το Υπερβατικό κοινωνικά είναι ν’αγωνίζεται ο άνθρωπος να υπερβαίνει τον εαυτό του σε κάθε του πράξη. Η τέχνη λοιπόν έχει καθήκον να οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση κι έτσι μόνο μπορεί να είναι δυνατή μια κοινωνιολογική αναιρετική γραμματολογία ενός «ατέλεστου post» που δε μπορεί να υπάρχει ως post, αφού το γίγνεσθαι ως αληθινό είναι μόνο Τώρα και δεν έχει Πριν ή Μετά.
     Και η υπέρβαση πως εκδηλώνεται;  Εκδηλώνεται ως «μέθη του Ωραίου και της Δημιουργίας».  Υπάρχει το μυστικό νήμα της αισθητικής που ενώνει τους κοινωνούς ενός Όλου και το έργο τέχνης πρέπει να αγγίσει αυτό το νήμα και να ταράξει τη μακαριότητα του παρατηρητή. Η διαταραχή αυτής της μακαριότητας μπορεί να είναι αρνητική ή θετική.
    Τα προσωπικά αντικείμενα του σουλτάνου Βογιαζίτ και του χαρεμιού του καλλιεργούν την αίσθηση χλιδής και της απληστίας. Αντίθετα τα γλυπτά του Παρθενώνα, οι σουίτες του Μπάχ κλπ, αφυπνίζουν τον παρατηρητή, τον κάνουν υπερήφανο που είναι άνθρωπος και καλλιεργούν την αίσθηση του Υπερβατικού.  Άραγε οι πίνακες του Paolo Uccello ή του Elstir, που φαίνονται γελοίοι στα μάτια του «καλού κόσμου» ή ακόμα η παρουσίαση ψοφιμιών, κοπράνων και σφάγιων ως τέχνη για αποκομιδή εντυπώσεων, ακόμα και αν ταράζουν τη μακαριότητα του παρατηρητή, μπορούν να τον ανεβάσουν στο επίπεδο του Υπερβατικού;  Ότι δεν καλλιεργεί τον άνθρωπο, δεν έχει αισθητικό αλλά αντιαισθητικό υπόβαθρο.  Δεν αγγίζει το νήμα της αισθητικής, το υπερβατικό, που μας ενώνει κοινωνικά.  Της αίσθησης του Όλου στην κοινότητα και όχι της αίσθησης του Ιδιωτικού μας Μικρό-κοσμου που κατά τον κ. Βέλτσο μόνο σ’αυτόν μπορούμε να υπάρξουμε.
    Αισθητική είναι το απύθμενο ρεύμα του παγκοσμίου γίγνεσθαι που έχουμε την τιμή να περιέχουμε μέσα μας ή καλύτερα να είμαστε αυτό, εμείς οι ίδιοι και είναι ανοησία να το περιφρονούμε.

«Ο συγγραφέας προσπάθησε όπως ο ζωγράφο,ς ν’αφαιρέσει αυτό που είχε μόλις νοιώσει, αυτό που ήξερε. Έγραψε ακινητοποιώντας το στιγμιαίο, ένα είδος βιωμένης ιστορικής πραγματικότητας,  στο σύμβολο που ονόμασε μη-κοινωνιολογία κι όπως ο Van Gogh, ζωγράφισε έναν άσπρο τοίχο με άλλα χρώματα, γιατί το άσπρο δεν το διέκρινε στην κοινωνία»
     Ως υπερρεαλιστική ποίηση πολύ καλό, ως φιλοσοφικό κείμενο όμως;  Αν ο συγγραφέας, όπως ο ζωγράφος είχε αφαιρέσει αυτό που ήξερε και είχε νοιώσει, δεν δικαιούται κανείς να περιμένει από εκεί κάτι. «Ακινητοποιώντας το στιγμιαίο», μόνο την αντιφατικότητα ως γυμνή μπορεί να ορίσει, που είναι συγχρόνως όλα τα πρόσωπα και κανένα, (άρρητη), ενώ η μη-κοινωνιολογία δεν φαίνεται να είναι το άρρητο, αλλά το ανύπαρκτο.
    Όσο για το πως σκεπτόταν ο Van Gogh ζωγραφίζοντας τους τοίχους, είναι δική του υπόθεση κι ο συγγραφέας θα πρέπει να δικαιολογήσει τις δικές του προθέσεις, που είναι εξίσου άγνωστες.

«Ο συγγραφέας έγραψε μη μπορώντας ν’αποδείξει τίποτα απ’όσα ισχυρίζεται, αναγνωρίζοντας κατ’αυτόν τον τρόπο την φύση του κοινωνικού στην «έννοια» ή τη «γλώσσα» και όχι την «πραγματικότητα», όπως ο Wittgenstein στις «Παρατηρήσεις» του επάνω στα χρώματα, έλεγε  πως η φύση του χρώματος δεν είναι αυτό που προκύπτει απ’τα πειράματα,  αλλά αυτό που βρίσκεται στη έννοια του χρώματος, την οποία πρέπει να χειριζόμασται όπως τις έννοιες των αισθημάτων, εφόσον η καθαρή έννοια του χρώματος δεν υπάρχει [Ι.§71, ΙΙΙ.§72, 73]».
     Επισημαίνω εδώ ότι ένα καλό κείμενο δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύει πάντα αυτό που ισχυρίζεται, αλλά είναι εξίσου εποικοδομητικό να μπορεί να ορίσει, πώς ο ισχυρισμός του είναι λογικά δυνατός. Ο ισχυρισμός ότι δεν μπορεί ν’αποδείξει τα λεγόμενά του γιατί αυτά περιέχονται σ’άλλο γλωσσικό παίγνιο φέρνοντας έωλες δικαιολογίες, και διαχωρίζοντας την έννοια και τη γλώσσα από την «πραγματικότητα», δημιουργεί σύγχυση. Επίσης φέροντας ως αρωγό τις αντιλήψεις του Wittgenstein «περί χρωμάτων» που σήμερα με την εξέλιξη της επιστήμης μόνο τον γέλωτα μπορούν να προκαλέσουν, είναι ανόητο. Το α-νόητο όμως δεν είναι άρρητο, είναι μη νοούμενο. Αυτό ούτε νοήται, ούτε λέγεται.  Περιορίζεται στο υπερρεαλιστικό παραλήρημα.  Ο κ. Βέλτσος ας μείνει εκεί που μπορεί να είναι «δήλιος δύτης», σε μια σκοτεινή φανταστική θάλασσα ενός σκοτεινού και ίσως ά-λογου τρόπου του λέγειν.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΜΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

«Στο κείμενό του ο συγγραφέας αναγνώρισε στη ζωγραφική το διάβημα που έπρεπε να είχε κάνει η κοινωνιολογία, αν είναι επίκαιρη επιστήμη,  δηλαδή αν μπορούσε να μεταφέρεται και να περιορίζεται σε ότι σήμερα προβάλλει ως ουσιώδες: όχι τι είναι η κοινωνιολογία, αλλά με ποιό τρόπο η κοινωνιολογία μπορεί να υπάρξει. Πως χρησιμοποιείται και πως μαθαίνεται. Την απάντηση δίνει ο δέκατος ένατος αιώνας:  ο Ε Manet που ζωγραφίζει κι αυτός το ουσιώδες: το άσπρο χρώμα περισσότερο ως διάχυτη εντύπωση,  παρά ως οριοθετημένη πραγματικότητα του ενδύματος των αγγέλων στον πίνακά του:    ―Οι άγγελοι στον τάφο του Χριστού―.    Ο S. Mallarmé που διαβεβαιώνει ότι το ποίημα γίνεται με λέξεις και όχι με ιδέες και πως το ουσιώδες είναι η γραφή γιατί: mediter sans traces, devient évanescent».
     Είναι άλλο πράγμα το τί είναι κοινωνιολογία κι άλλο η κοινωνιολογία ως πράκτικη εφαρμογή, ως κοινωνική δραστηριότητα. Αυτό όμως δεν μας το μαθαίνει η ζωγραφική και μάλιστα όπως την αντιλαμβάνεται ο κ. Βέλτσος, αλλά ούτε ο Μανέ θα μπορούσε να μας το διδάξει. Μπορούμε βέβαια να διδαχτούμε ότι το λευκό στη ζωγραφική αλλά και στη ζωή ποτέ δεν είναι λευκό, ούτε το μαύρο είναι μαύρο. Αλλά αυτό ο δάσκαλος θα μπορούσε να το πεί με τρόπο πιο κατανοητό. Το παράδειγμα όμως του Μαλλαρμέ δε μας λέει τίποτα.
    Ο κ. Μαλλαρμέ ανέβηκε στο ταρατσάκι των λέξεων με τη σκάλα των νοημάτων κι εκεί επάνω ξέχασε ότι οι λέξεις πρώτα απ’όλα είναι οχήματα νοημάτων.  Ο υπερρεαλισμός βέβαια μπορεί να παραληρεί άνευ νοήματος πατώντας στην αισθητική ως καθαρή.  Η κοινωνιολογία ως πρακτική διαδικασία όμως είναι ένα λογικό παίγνιο, διαφορετικό, όπου το παράλογο ως Λογική δεν έχει θέση. Ακόμα κάθε τι που φανερώνεται Καθαρό, έχω την αίσθηση πως είναι έτσι, γιατί μπορεί να κρύβει το πόσο ακάθαρτο είναι.  Κάθε είδους Καθαρό ήταν ύποπτο ήδη από την εποχή του Καντ.

«Η ζωγραφική, η ιστορία της προοπτικής το επισφραγίζει, που υποχρεώνει  στην αναζήτηση της «οπτικής γωνίας», θέτει στην κοινωνιολογία ένα πρόβλημα θέασης της ίδιας της επιστημονικής αλήθειας».
    Είναι πολύ περίεργο που ο κος Βέλτσος εξομοιώνει τη ζωγραφική με την ιστορία της προοπτικής και την υποχρέωση οπτικής γωνίας, ίσως τα  πιο σπουδαία ζωγραφικά έργα έγιναν προτού μπεί αυτός ο περιοριστικός κανόνας στη ζωγραφική.  Όμως το θέμα μας δεν είναι αυτό, είναι η λογική οπτική γωνία στην επιστήμη και στη νόηση. Λοιπόν ο κατεξοχήν τρόπος αυτής της «οπτικής» σίγουρα ξέρει ο κος Βέλτσος ότι είναι η Διαλεκτική. Αν το έχει ξεχάσει θα πρέπει να το ξαναθυμηθεί.

«Ένας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ο Pierre Bourdieu, ακούσια το επιβεβαιώνει γράφοντας τα εξής για τη σημασία της κοινωνιολογικής προοπτικής: είναι φανερό ότι ο Weber είδε αυτό που δεν έβλεπε ο Marx,  αλλά επίσης ότι ο Weber μπορούσε να δει αυτό που ο Marx δεν έβλεπε επειδή ο Marx είχε δει ότι είχε δεί».
      Μια ανόητη «κριτική χωρίς κριτική» που αφορά το Μαρξ, μόνο και μόνο για να δώσει τα διαπιστευτήρια στ’αφεντικά του.  Εγώ, ως απλοϊκός αναγνώστης του κ Βέλτσου, συνάγω ότι ο Μάρξ δεν έβλεπε αυτά που δεν είχε δει, ενώ ο Βέμπερ έβλεπε αυτά που δεν είχε δεί. ―Ανόητα παίγνια λόγου αντί κριτικής.  (Το έργο αυτό γραμμένο το 1988, αλαλάζει μαζί με τους «νεοφιλελεύθερους θριαμβευτές» πάνω στο «πτώμα» του θνίσκοντος μαρξισμού.  Να που όμως σήμερα ο Μάρξ έχει αναστηθεί κι έχει πολλά να μας πεί, ενώ ο Βέμπερ αμφιβάλλω αν έχει τίποτα στο καλάθι του.
    Σήμερα 16 Σεπτεμβρίου 2011 που γράφω αυτές τις σελίδες, ίσως ο κ. Βέλτσος να βρίσκεται κι αυτός στο γραφείο του δοκιμάζοντας εκείνο τον κόκκινο σκούφο του ιακωβίνου, που φορούσε κάποτε με λαγνεία.   ―Κάποιοι λόγω θέσης μπορούν ν’αλλάζουν προσωπεία όντας πάντα του συρμού.

                                        Η ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΊΑ

«Ο συγγραφέας λοιπόν μετά από αρκετά χρόνια κοινωνιολογικών σπουδών θα μπορούσε να ψελλίσει με φωνή άλλου: κινδύνεψα να χάσω το φως μου γιατί κάποιος μού’σπασε τα γυαλιά στα μάτια.  ―Κι όμως βλέπει κανείς με την κοινωνιολογία αυτό που οι κοινωνιολόγοι δεν βλέπουν.  Δεν κατανοούν το παράδοξο: ότι στην ιδιαίτερη θέση της «οπτικής γωνίας», όλοι μπορούν να βρεθούν αλλά λίγοι μπορούν από κει να δούν. Βλέπουν όσοι την κατανόηση του κοινωνικού δεσμού αναθέτουν σε μια άλλη θεωρία μια μετα-θεωρία όπως ένας μεταφυσικός αναθέτει στο φυσικό τη θεωρία της τάξεως και την αταξίας, του κόσμου και του χάους».
     Ο Βέλτσος μετά από χρόνια σπουδών κόντεψε να χάσει το φως του και όμως, ως κοινωνιολόγος με την μη-κοινωνιολογία βλέπει αυτό που δεν μπορούν να δούν οι κοινωνιολόγοι: το παράδοξο, ότι είναι δυνατόν απ’την ιδιαίτερη θέση της οπτικής γωνίας, κάποιοι να μην μπορούν να δουν ενώ άλλοι μπορούν, όπως κάποιοι κοιτώντας ένα ψάρι στον πάγκο του ιχθιοπωλείου καταλαβαίνουν πως είναι φρέσκο ενώ άλλοι όχι.
     Ο κ. Βέλτσος μετά από πολυετείς σπουδές στο Παρίσι ή αλλού, μας λέει βαθυστόχαστα αυτά που ξέρουν όλοι στη γειτονιά.  Κι ακόμα κάτι άλλο βαθυστόχαστο: «την θεωρία πρέπει ν’ακολουθεί η μετα-θεωρία και αυτό επ’άπειρον».
    Επίσης πάρα κάτω, τι σχέση θα μπορούσε να έχει η μεταφυσική με την επιστήμη, στην εποχή που η μεταφυσική έχασε όλα τα «εκ των προτέρων καθαρά» ερείσματά της, είναι ένα θέμα που ο κ.Βέλτσος μαζί με τα άλλα πρέπει να δικαιολογήσει.  Προσοχή!! Όλα τα «εκ των Προτέρων και τα εμφατικά Μετά» είναι πολύ ύποπτα μεταφυσικής και μυστικισμού, ―αφού ο κόσμος είναι μόνο Τώρα―.

«Με το κείμενό του, ο συγγραφέας θέλησε να μιλήσει φυσικά για τη σχέση της γνώσης με το ορατό αναγνωρίζοντας μια υπερβατικότητα στην εμπειρία.  Το αναπαραστατικό αυτό πρόβλημα έθετε στον εαυτό του κι ο Foucault».

«Ο Foucault αντιλήφθηκε τη γνώση σαν μια θετικότητα που συνδέει τις πρακτικές της όρασης και του λόγου, και που τις ανάγει όχι σ’αυτά που φαίνονται και λέγονται, όχι στα πράγματα και τις λέξεις, αλλά στις λειτουργίες που φωτίζουν και ηχοβολούν».
      Εγώ, ο απλός αναγνώστης, διαπιστώνω αναντιστοιχία της θέσης του κ. Βέλτσου με την πρόταση του Φουκώ που φέρεται ως αρωγός. Νομίζω ότι η «υπερβατικότητα της εμπειρίας» είναι κάτι άλλο απ’τις «λειτουργίες που φωτίζουν και ηχοβολούν».

«Πρόταξε μπροστά από τις [Λέξεις και τα Πράγματα] έναν πίνακα του Vélasquez για το βλέμμα, το ορατό και το αόρατο ―παγίδα του ορατού.  Έναν αναπαραστατικό πίνακα που ωστόσο υποβάλλεται ένα κενό: η αναγκαία εξαφάνιση εκείνου που το θεμελιώνει».
    Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει με τον πίνακα του Vélasquez, μπορεί να συμβεί και μ’όλους τους πίνακες του κόσμου, μολονότι όλ’αυτά τα «βλέμματα, που μπορεί να είναι ορατά και αόρατα, παγίδες του ορατού», μπορώ εγώ αλλά και κάθε αναγνώστης να θεωρήσει σχήματα λόγου που προάγουν μιαν υπερρεαλιστική μπουρδολογία.

«Ακολούθησε τον Proust: όλη η αξία βρίσκεται στο βλέμμα του ζωγράφου, που ανακαλύπτει τον τρόπο να συλλάβει αποθανατίζοντας την κίνηση».
     Πολύ βαθυστόχαστο κι επιστημονικό! αλλά στη ζωγραφική υπάρχει κι η ακινησία, που πολλές φορές είναι ανώτερη απ’την κίνηση. Βέβαια όταν κάποιος «θέλει» να βλέπει παντού κίνηση, είναι αδύνατο να τον σταματήσεις. Όπως είναι μάταιο σ’ένα κείμενο να λέμε: ο Προύστ είπε αυτό, ο Μπαλζάκ εκείνο, ο Φουκώ το άλλο και μάλιστα επιλεκτικά και αποσπασματικά, έτσι που μένει μόνο το κύρος του αναφερόμενου, με την ελπίδα ο συγγραφέας να καρπωθεί λίγο.

«Έγραψε στην Αρχαιολογία της Γνώσης του: όχι, όχι, δεν είμαι εκεί που με παραμονεύεται, αλλά εδώ απ’όπου σας κοιτάζω γελώντας».
                  Χαριτωμένες σάχλες!

«Ποτέ δεν βρέθηκε σε αντίφαση με όσα οι αισθήσεις με τρόπο επικούριο του έδωσαν και του πήραν, ίνα μη τα φαινόμενα αντιμαρτυρεί».
       Αυτός τουλάχιστον δεν είχε παράπονο «από κανένα ανομικό συμβιβασμό που το κράτος πρόνοιας είχε διαπράξει με την κοινωνία εις βάρος του ιδιωτικού του χώρου», της «επισήμαντης Μεγαλο-ιστορίας της Ιδιωτικής του ζωής».
           Που αυτός έχει υπάρξει σ’αυτήν, και όχι μόνον.
                                                                               Ραφήνα,  Σεπτέμβρης  2011

[Πρέπει να παρδεχτώ ότι η κειμενική γραμματολογία του κ. Βέλτσου προτίθεται να είναι αναιρετική του φωνοκεντρισμού. Εγώ όμως κάνοντας μια εκούσια παρανόηση, αφού το έργο του κ. Βέλτσου είναι κατεξοχήν παρανοοτροπικό, δέχομαι ότι η έννοια «αναιρετική του φωνοκεντρισμού», δε στέκεται μόνο σ’αυτό που λέει. Κάθε γραπτό κείμενο είναι κατ’αρχήν φωνοαναιρετικό. Αλλά επειδή η προσέγγιση αυτή είναι απλοϊκή, θα μπορούσε κείμενο αναιρετικό του φωνοκετρισμού να είναι και αυτό που δε λέγεται, όντας άρρητο. Το άρρητο είναι αδύνατο να κριθεί όντας χωρίς κανόνες κρίσης, φθεγγόμενο έτσι στην κινητήρια διαίσθηση του μελετητή.  Ακόμα πάρα πέρα, εγώ «παρανοώ» τις προθέσεις του συγγραφέα και δέχομαι γενικά τον κόσμο ως ηρακλειτικό αυτοαναιρετικό κείμενο, κρίνοντας τα πάντα μέσα από μια τέτοια οπτική].

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

«Η στάση του ποιητή που απεργεί έναντι της κοινωνίας».
     Πομπώδεις εκφράσεις αντιαισθητικές και παράλογες, χωρίς κάποια δομική προϋπόθεση. Ο ποιητής δε μπορεί παρά να γράφει για να είναι ποιητής, άσχετα αν διαβάζεται. Δε μπορεί λοιπόν παρά ν’απεργεί μόνο έναντι του εαυτού του και ιδεατά της ποίησης.

«Οτιδήποτε κι αν του προσφερθεί είναι κατώτερο απ’την αντίληψή του για τον κόσμο και τη μυστική του εργασία».
     Όλες αυτές τις πομπώδεις εκφράσεις μπορεί κάποιος να τις ανακαλύψει εκεί που αποπατεί η διαλεκτική και ανθίζει ο μυστικισμός.

«Αποποιούμαι κάθε ανταπόδοση απ’το κείμενο αυτό, τα πράγματα υπάρχουν δε χρειάζεται να τα δημιουργήσουμε, δεν έχουμε παρά να συλλάβουμε τις σχέσεις τους».
     Όλοι όσοι ξέρω να αποποιούνται από ανταπόδοση, συνήθως πήραν ήδη περισσότερα απ’ότι έδωσαν.    Όσο για το αν τα πράγματα υπάρχουν και δεν χρειάζεται να τα δημιουργήσουμε, είναι κάτι σαν κριτική των τυμπάνων, όσο πιο κούφια και κενά είναι, τόσο πιο βαρυσήμαντο ήχο κάνουν.
     Ο κόσμος είναι το αέναο γίγνεσθαι, κάθε στιγμή νέοι κόσμοι γεννώνται. Επίσης ότι κάνει ο άνθρωπος, ακόμα και το κείμενο αυτού που αρνείται την ύπαρξη του νέου, είναι ένα νέο κείμενο κάποιο πράγμα.  Το ίδιο συμβαίνει και με τη σύλληψη των σχέσεων των πραγμάτων. Σήμερα όλοι έχουν πειστεί ότι τα πράγματα ως ουσία είναι μια έωλη πλοκή σχέσεων.

«Το κείμενό μου επιστρέφει στον προορισμό του: τις λέξεις.  Η γλώσσα υποδεικνύει ότι η γνώση συνίσταται στο να ανάγεις την γλώσσα στη γλώσσα».
    Προσθέτω κατά το Ζηνώνιο τρόπο: και αυτό επ’άπειρον άρα η γλώσσα δεν υπάρχει; Η γλώσσα που ανάγεται στη γλώσσα, αναιρώντας συνεχώς τον εαυτό της, στο έσχατο όριό της είναι η ίδια η γυμνή αντιφατικότητα. Η γλώσσα ως Καθαυτή (ως όν που δεν ανάγεται πλέον αλλού) είναι η αντιφατικότητα γυμνή, που περιέχει τα πάντα και τίποτα συγχρόνως, δηλαδή ακαριαία.

«Η τάξη της γλώσσας, τάξη των θεμελιακών κωδίκων ενός πολιτισμού, συνέχει τις εμπειρικές τάξεις μεταξύ των ανθρώπων.  Σε αυτήν να αναζητήσουμε, έλεγε ο Foucault, ―που θεωρούσε το κείμενο του Borges, ως γενέθλιο τόπο του βιβλίου στο οποίο αφιερώνω τούτο το αμήχανο γραπτό τέχνασμα  ― τη βάση για όλες τις θεωρίες».
     Η φράση «γενέθλιος τόπος του βιβλίου», μπορεί να προσβάλλει τη σεμνότητα ενός μεγάλου συγγραφέα όπως ο Borges και προσφέρει μόνο μια ποιητική κομπορρημοσύνη κούφια, που αυτοϊκανοποιεί κάποιους μικρο-σουρρεαλιστές.
    Η τάξη της γλώσσας δε μπορεί αποκλειστικά να είναι η βάση των θεωριών. Υπάρχει ένας μακρύς διάλογος αισθητικής-λογικής-πράξης-γλώσσας-εμπειρίας που κινούνται συγχρόνως χωρίς κάποιο απ’αυτά να έχει προνομιακή θέση έναντι των άλλων.

«Στο βάθος βλέπεται, μου είπε ο δάσκαλος σφίγγοντάς μου το χέρι, ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να καταλήξει σ’ένα ωραίο βιβλίο».
      Βάϊ, βάϊ, μέλωσα, λίγο νερό, πολύ βαθυστόχαστο!! Κάποτε η μεγαλοστομία ήταν σύνδρομο της ψευτοπαληκαριάς και του πλούτου. Τώρα τη βλέπουμε σύνδρομο του ψευδοπαραλογισμού και της νοητικής υπόβασης μιας νοητικής κεκαλυμμένης μιζέριας και δουλοπρέπειας.

«Γράφουμε όμως εμείς ή ο θεσμικός μας τρόπος ή πάλι ο θεσμοθετημένος «τόπος» μας; Γράφουμε για τις λέξεις ή τα πράγματα»;
     Όταν αποφασίσει ο θεσμικός μας τρόπος, ή ο θεσμοθετημένος μας τόπος, τότε εμείς πιάνουμε τη γραφίδα και φθεγγόμεθα αυτό που ο θεσμικός τρόπος μας υπαγορεύει! Τότε όμως προκείπτουν ερωτήματα: «θα γράψουμε εμείς για τις λέξεις και τα πράματα»; ή θα γράψουν αυτά για μας;  Μα το φοβερό ερώτημα που οδηγεί το διανοητή «σε τρομερή αγωνία» είναι «πως οι λέξεις θα μπορούσαν να περιγράψουν αφού δεν ξέρουμε αν υπάρχουν λέξεις και πράγματα έξω από το λέγειν που διαχέει τη γλώσσα στα πράγματα ή μήπως οι λέξεις και τα πράγματα αφανίζονται αν δε συνδέονται, δεν ονομάζονται και δεν βιώνονται στον -ιδιωτικό χώρο-, για τον οποίον οι λόγοι δεν είναι ούτε συστήματα σημείων (σημειολογία), ούτε σύνολα αναφερομένων πραγμάτων (εμπειρικότητα), ούτε αποφάνσεις αυθεντίας (πολιτική), αλλά πρακτικές που σχηματίζουν και τις λέξεις και τα πράγματα στην εκάστοτε συγκυρία που λέγονται και είναι».
     Για τις λέξεις δεν ξέρω αν υπάρχουν έξω απ’το λέγειν, αλλά για τα πράγματα όλοι στη γειτονιά ξέρουν ότι υπάρχουν έξω απ’τη γλώσσα, μάλιστα πιστεύουν αυτό το παράδοξο: πως τα περισσότερα πράγματα υπήρχαν πολύ πριν υπάρξουν άνθρωποι και πολύ πριν γεννηθεί η γλώσσα.  Βέβαια οι γείτονες δε γνωρίζουν ότι όλα είναι γλωσσικά συστήματα, ακόμα κι αυτά που υπήρχαν πριν απ’τον άνθρωπο και ο άνθρωπος τώρα καλείται να τα «μιλήσει».  Αλλά νομίζω, πως καί ο κ. Χειμωνάς που υπερθεματίζει εδώ ο κ. Βέλτσος δεν εννοεί κάτι τέτοιο, αλλά την γραφή όπως την ξέρουν όλοι οι άνθρωποι. Όλοι όμως οι γείτονες ξέρουν ότι για να υπάρξουν οι λέξεις και τα πράγματα, δε χρειάζεται να βιωθούν στον «ιδιωτικό χώρο» του κ. Βέλτσου.  Το ότι τώρα μπορεί η γλώσσα να μην είναι σύστημα σημείων και να μην έχει σημειολογικό χαραχτήρα, ούτε η γειτονιά μα ούτε κι εγώ μπορώ να το αντιληφθώ.  Αντίθετα νομίζω ότι η γλώσσα είναι το κατεξοχήν υπόδειγμα σημειολογίας, επίσης το ότι η γλώσσα μπορεί να μην έχει σχέση με την εμπειρία, εμένα μου φαίνεται αδύνατο.  Ακόμα ότι η πολιτική είναι αποφάνσεις αυθεντίας και μόνο έστω και ειρωνικά, είναι υπερβολικό. Όπως είναι υπερβολικό ότι όλες αυτές «οι πρακτικές που σχηματίζουν τις λέξεις», σχηματίζουν και τα πράγματα.
      Τέτοιοι συλλογισμοί μου δίνουν την εντύπωση ότι δεν πρέπει να μιλάω επί ματαίω, γιατί μπορεί να δημιουργηθούν τέρατα που θα καταπιούν τον κόσμο, αφού μπορεί οι λέξεις και οι προθέσεις για ομιλία να γεννούν πράγματα, που αν βιωθούν στον «ιδιωτικό χώρο» της νόησής μου, τρέμε κόσμε!
     Ο δογματισμός έστω και διαλογικός, μπορεί να οδηγήσει έναν ευφυέστατο άνθρωπο σαν τον κ.Βέλτσο σε εμβριθείς α-νοησίες.

«Η πρόθεσή μας εδώ, είναι να μην οικιοποιηθούμε το λόγο ή τον κόσμο.  Να μην τον ερμηνεύσουμε.  Να μην αναγάγουμε αναγκαστικά ή αυθαίρετα τα σημεία του λόγου στα αναφερόμενα του κόσμου, να μη συνδέσουμε τις λέξεις με τα πράγματα, αλλά να σκεφθούμε τις πιθανές τους σχέσεις, τους κανόνες που τα διατάσσουν τις αναφορές και τις εξαρτήσεις, από θεσμούς και καταστάσεις, τους όρους που τους επιτρέπουν να διαπλέκονται εξωτερικά, δηλαδή άμεσα εξαρτημένα από την Εξουσία και την Ιστορία.  Να παραδεχτούμε λοιπόν το λόγο και τη γραφή στον πιο καίριο και βαθύ προσδιορισμό τους, σαν «ίχνος», που είναι τόσο αδιάφορο για τη ζωή και τόσο ουδέτερο ώστε δεν αναγνωρίζει την διαφορά ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο».
     Δεν έχω διαβάσει το έργο του Χειμωνά «Έξη μαθήματα για το λόγο» από τη σελ.17, του οποίου έχει αποσπαστεί αυτό το κείμενο, αλλά ακόμα και αποσπασματικά όπως προσφέρεται, δεν θα έπρεπε να είναι «Έξη μαθήματα για το Λόγο» αλλά «Εκατό μαθήματα παραλόγου, και υπερρεαλιστικής μεγαλοστομίας». Και συνεχίζει: «το κείμενο;  τι είναι το κείμενο που θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο όσο γράφεται, μα που τώρα είναι κάτι μοιραίο που ακολουθεί μοναχικά το δρόμο του;  Ποιά είναι η σχέση του κειμένου με το λόγο ως γεγονός της γλώσσας και τη δράση ως γεγονός του νοήματος»;
     Συνάγω ότι το κείμενο όσο γράφεται γίνεται Κάτι Αυτόνομο, που αποδεσμεύεται από τη γενέθλια λογική κάποιου διαλόγου, παίρνοντας ένα δικό του αυθαίρετο δρόμο, ως έργο τέχνης εικαστικό. Αλλά έξαφνα γίνεται κάτι μοιραίο (πως ένα κείμενο είναι μοιραίο;) Έτσι τίθεται το «συγκλονιστικό ερώτημα»:  Ποια η σχέση του κειμένου με το λόγο (το λέγειν, τη λογική), ως γεγονός της γλώσσας, (του λόγου, του λέγειν, της λογικής) και της δράσης  ως γεγονός (γεννόμενο) απ’το νόημα;  
     Μας μπερδεύει! Εδώ έχουμε μια καταιγιστική σειρά από ταυτολογίες που τους δίνονται με περίσσια αγάπη και φροντίδα διαφορετικές έννοιες. Ο Λόγος, το Λέγειν, η Λογική, η Έννοια κι η Γλώσσα, είναι ένα αδιαχώριστο συνεχές κι όποτε το διαχωρίζουμε, εκφέροντας «εμβριθείς διανοητικές συλλήψεις», κάνουμε γκάφες «μεγαλοφυείς».

Π.χ : «Μέσα στη γλώσσα η άλλη γλώσσα. Μέσ’ τη γραφή η άλλη γραφή. Στά όρθια στοιχεία τα πλάγια. Το σχόλιο μέσα στο σχόλιο. Ένα παλίμψηστο κείμενο σαν άτρωτο παλίμψηστο της μνήμης»
    Η γλώσσα ως ζέον γεγονός είναι Μία συνεχώς αυτοδιαμορφούμενη. Τίποτα δε σβήνεται για να ξαναγραφεί· μολονότι η «μεταφορά» του παλίμψηστου είναι ωραία, είναι ατυχής στην περίσταση ως νόημα.

«Τι είναι το ανθρώπινο μυαλό  παρά ένα φυσικό εκτεταμένο παλιμψηστο; Το μυαλό μου είναι ένα παλίμψηστο και το δικό σου αναγνώστη. Στρώματα ακατάλυπτα ιδεών κι αισθημάτων πέφτουν συγχρόνως στο μυαλό σου τόσο απλά όσο το Φως»
     Ο εγκέφαλος από τη στιγμή της «γέννησης» του ανθρώπου, είναι ένας κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός, και ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα του παγκοσμίου εξελικτικού γίγνεσθαι, περιέχει το Όλον γεγραμμένο μέσα του. Είναι ο ίδιος μια ζωντανή, συνεχώς διαμορφούμενη καταγραφή της πορείας του Παγκοσμίου γίγνεσθαι. Δεν είναι παλίμψηστο αλλά ένα αενάως αυτοδιαμορφούμενο συνεχές. Όταν μια εμπειρία εισέλθει μέσα στο μηχανισμό, τον αφυπνίζει θυμίζοντάς του αρχαίους δρόμους που είναι γεγραμμένοι μέσα του.  Ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίζει γιατί περιέχει κωδικά το Όλον μέσα του και με κάποιο πάντα αρχαιότερο τρόπο την αντιστοιχία της κάθε «νέας εμπειρίας».  Έτσι ο παλιός μηχανισμός, αποκωδικοποιείται-επανακωδικοπιούμενος και το μέρος αυτό του μηχανισμού είναι η Συνείδηση, ενώ το απύθμενο μέρος που δεν έχει αποκωδικοποιηθεί, είναι η Αισθητική.  Στο μηχανισμό της Συνείδησης περιλαμβάνεται η Λογική κι η Γλώσσα, ενώ στο μηχανισμό της Αισθητικής, το Συναίσθημα, η Φαντασία κι η Ενόραση των οποίων η ουσία είναι άρρητη.
    Όλο αυτό το γίγνεσθαι μπορεί να γίνει ορατό με δυό τρόπους:
Α. Ότι ο κόσμος είναι ένα αντιθετικό γίγνεσθαι, στο βάθος του οποίου υπάρχουν αναλλοίωτα έσχατα που τον συνιστούν. Η διάλογος των στοιχειωδών αυτού του μηχανισμού όντας αντιθετικός,  προϋποθέτει τα αλληλεπιδρώντα στοιχειώδη να διαλέγονται μεταξύ τους, χωρίς να παραβιάζουν τα έσχατα όριά τους που είναι αναλλοίωτα. Αυτός ο κόσμος μπορεί να γίνει δεκτός ως τετελεσμένος και πεπερασμένος· και γι’αυτόν ο ορθολογισμός είναι αρκετός ώστε «από τα γνωστά με βεβαιότητα να πηγαίνουμε στα άγνωστα».  Ακόμα σ’αυτό το γίγνεσθαι, μπορεί να γίνεται δεκτή, μια διαφορικότητα εγελιανή, αφού η αντιφατικότητα μέσ’το έργο του Χέγκελ, απαραίτητα αναλύεται πάντα σε όρους αντιθετικούς.  Ένας τέτοιος κόσμος είναι κλειστό σύστημα, του οποίου οι όροι και τα όρια είναι ζεύγος, όπου το ένα στέλεχος προϋποθέτει απαραίτητα το άλλο. Είναι ένας κόσμος ιδεών, που απ’τη στιγμή  που τέθησαν οι όροι του γλωσσικού του συστήματος, τα προκαθορισμένα τελικά παίγνια είναι εκεί ως ιδέες, περιμένοντας το κλειστό σύστημα να τα πραγματοποιήσει.  Δηλαδή το σύστημα αυτό λειτουργεί παράγοντας ένα συγκεκριμένο αριθμό (άσχετα πόσο μεγάλο) παιγνίων, τα οποία από μια στιγμή και μετά, αρχίζει να τα επαναλαμβάνει. Έτσι το αντιθετικό γίγνεσθαι δε μπορεί παρά να θεωρείται φαινομενικό.
Β.  Ότι ο κόσμος είναι ένα αντιφατικό γίγνεσθαι του οποίου τα στοιχειώδη είναι αυταναναιρούμενα.  Η διαλεκτική του μηχανισμού αυτού, όντας αντιφατική, δέχεται αλληλεπιδράσεις που τα συνιστώντα την αντιφατική σχέση, παραβιάζουν κάθε όριο χωρίς ν’αφήνουν κανένα περιθώριο ανεξαρτησίας  μεταξύ τους.  Αυτό το κοσμικό σύστημα είναι ανοικτό και το γίγνεσθαι που προϋποθέτει δεν είναι φαινομενικό μα αληθινό, γιατί κάθε στιγμή του περιέχει το στοιχείο του ανεπανάληπτου. Η λογική που ταιριάζει σ’αυτό το γλωσσικό σύστημα, είναι η ηρακλειτική Διαλεκτική, δηλαδή ο Αντιφατικός Ορθολογισμός.

« Ο λόγος δεν είναι η ζωή· ο χρόνος του δεν είναι ο δικός σας χρόνος· μέσα του δεν θα συμφιλιωθείται με το θάνατο·  ενδέχεται να σκοτώσατε το θεό με το βάρος όσων είπατε· αλλά μη νομίζετε ότι με όσα είπατε θα κάνετε έναν άνθρωπο να ζήσει περισσότερο από αυτόν».
«Η Αρχαιολογία της Γνώσης». σελ. 317  Μ Foucault.
      Παναγιά μου καμώματα! Πολύ συρόπι χωρίς γαλακτομπούρεκο, και στη σελ.180: «Κι έτσι την ποικιλία των ειπωμένων πραγμάτων υποκαθιστούμε  με ένα είδος μεγάλου ομοιόμορφου κειμένου, που ακόμα δεν έχει αρθρωθεί και για πρώτη φορά φέρνει στο φως,  ό, τι οι άνθρωποι είχαν θελήσει να πουν, όχι μόνο με τα κείμενά τους και τις ομιλίες τους, με τους λόγους και τα γραφτά τους, αλλά και με τους θεσμούς, τις πρακτικές,  τις τεχνικές  και τα αντικείμενα που παράγουν».
    Το μεγάλο κείμενο αυτό, που ευαγγελίζεται ο Φουκώ, που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί (αφού είναι συνεχώς εν τω γίγνεσθαι), είναι το αντιφατικό κείμενο του κόσμου, που όμως  δεν έχει καμιάν ομοιομορφία αφού η όποια ομοιομορφία του είναι η αντιφατικότητα όπου εκεί ακριβώς αίρεται η κάθε ομοιομορφία.  Αυτό το κείμενο είναι πάντοτε σε κατάσταση Εν Δυνάμει, που περιέχει τα πάντα και συγχρόνως τίποτα.  Είναι το βάθρο που πατά ο Λόγος του  Ηράκλειτου, όπου όλα μέσα σ'αυτό είναι αυτοαναιρούμενα, καταλύονται-συντιθέμενα, Είναι-Μη Όντας, Ακαριαία και Ακίνητα, συνιστώντας το άπειρο και μηδενικό συγχρόνως.

 ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

«Μέσ’τη γλώσσα η άλλη γλώσσα. Που αναλύει ή που δρά;  Μιλάμε επειδή πράττουμε ή επειδή αναλύουμε; Για να οικιοποιθούμε το λόγο ή τον κόσμο, συνδέοντας αναγκαστικά ένα και όχι άλλο γλωσσικό σημείο μαζί του; ―Μιλάμε για να γράψουμε; Είναι το κείμενο ο παραγωγός μιας κοινωνίας κειμενικής, όπου η δράση οφείλει προηγουμένως να πρωτοκολληθεί»;
        Η γλώσσα είναι ο κρίκος που ενώνει τη νόηση και την πράξη· είναι μια δυναμική διαδικασία και γι’αυτό είναι γεγονός που συνίσταται-καταλυόμενο, όντας εν τω γίγνεσθαι. Είναι το ίχνος της πορείας της διαλεκτικής σχέσης νόησης και πράξης μέσ’την μεταφυσική, αφού τα λεγόμενα, αυτή τη δυναμική διαδικασία, θέλουν να παγιώσουν για πάντα εκεί. Απ’την άλλη όμως, η διαλεκτική αυτή σχέση, με έναν αργό μα σταθερό τρόπο συντρίβει κάθε παγίωση. 
     Καθαρίζω: είναι μια έννοια που ενώ μας φαίνεται απόλυτα κατανοητή και καθιερωμένη μπορεί να μην είναι έτσι.  Άλλη η καθαριότητα στο κλασικό μηχανουργείο που με τη σκούπα ή το φτιάρι παραμερίζεις τα σκουπίδια για να μπορείς να δουλέψεις, κι άλλο η καθαριότητα στο εργαστήρι παραγωγής μικροτσίπς. Εκεί ο χώρος λάμπει κι απορροφητικές συσκευές, εξαφανίζουν σκόνη που δεν είναι ορατή με γυμνό οφθαλμό. Εδώ η λέξη καθαριότητα έχει διαφορετικό νόημα. Ο εργαζόμενος στο εργαστήρι μικροτσίπς δεν μπορεί να ονομάσει καθαριότητα τη διαδικασία αποκομιδής σκράπ και ρινισμάτων μετάλλου για να αδειάζει ο χώρος, αλλά ούτε ο εργάτης του μεταλλουργείου καταλαβαίνει ότι το μηχάνημα που βούζει απορροφώντας σκόνη που αυτός δεν την βλέπει, είναι καθαριότητα.  Η λέξη «καθαρίζω» στην περίπτωση αυτή πατά σε διαφορετικά γλωσσικά παίγνια διαφέροντας, που όμως στο βάθος κι οι δυο διαδικασίες, υπάγονται στην αίσθηση του δρώντος-νοητή να διατηρεί το χώρο του σύμφωνα με τις ανάγκες του. Έτσι η διαλεκτική σχέση -νόησης και πράξης-, μολονότι κρατά τη λέξη «καθαρίζω», αυτή είναι μια διαφορετική διαδικασία σ'άλλα νοητικά παίγνια.
    Τα σήματα καπνού, έχουν γίνει ηλεκτρομαγνητικά κύματα κι οι πυραμίδες, δορυφόροι. Η πτώση της Τροίας, έγινε γνωστή αυθημερών στις Μυκήνες, όπως η πτώση του Ιράκ στην Ουάσιγκτων. Η λέξη μύνημα όμως έμεινε, όντας μια άλλη τελείως διαφορετική διαδικασία.  Αντίθετα η λέξη οπαδός ή οπηδός, ενώ έμεινε η ίδια, άλλαξε περιεχόμενο. «Οπηδέω» σημαίνει λειτουργώ έτσι όπως αναγκάζομαι να κάνω όταν υπάρχει οπή. Δηλαδή διαφεύγω από την τρύπα ―ακολουθώ διαφεύγοντας από τρύπα―.  Αυτή η λέξη πήρε την έννοια ―ακολουθώ όντας μαζί,―συμμετέχω στην ομάδα που οπηδέω, ―είμαι οπαδός―, που ακολουθώ δηλαδή το αντίθετο από το «διαφεύγω».
     Ο Μαλλαρμέ κι ο Βέλτσος επιμένουν ότι λέξεις και το κείμενο, είναι η σύνταξη της κοινωνίας κειμενικής που ορίζει τι σημαίνουν. Η σύνταξη όμως της όποιας κοινωνίας κειμενικής που δε μπορεί παρά να είναι ιδεολογική,  είναι η αντιφατική σχέση νόησης και πράξης.  Η νόηση βυθίζεται μεσ’την πράξη κι η πράξη στη νόηση χωρίς να αφήνουν απαραβίαστα όρια μεταξύ τους.  Οι λέξεις κι οι πρακτικές ακολουθούν αυτή τη σύνταξη που είναι η ίδια η διαλεκτική προσπαθώντας εναγονίως να συμμορφωθούν μαζί της. Έτσι δημιουργείται γίγνεσθαι νοημάτων, πρακτικών και λέξεων, «που είναι θρυμματισμένα κελύφη ή άδεια με αλλαγμένο περιεχόμενο», που το γίγνεσθαι αυτό δεν μπορεί να έχει αλλού αναφορά, παρά στη διαλεκτική γλώσσα και λογική.

«Σε κείμενο δεν παραπέμπει η ιστορία των δυτικών κοινωνιών εδώ και τέσσερις αιώνες; Και η παρουσία της φωνής ως προσταγής, το κείμενο δεν αντιστρατεύεται; Το έργο της ιστορίας δεν είναι τελικά γραφή; Κι η γραφή δεν είναι επιπλέον παραγωγή; Παραγωγή αυτής της πρόσφατης «αλήθειας» της νεοτερικότητας που είναι η ορθολογική πορεία του ανθρώπου και μοιάζει περισσότερο με σενάριο που επαληθεύεται εκ των υστέρων αν ο σεναριογράφος εν τω μεταξύ δεν το έχει τροποποιήσει; Το κείμενο δεν καθιερώνει τη σχέση πραγματικότητας και γλώσσας, λέξεων και πραγμάτων, προτάσεων και νοήματος και συγχρόνως το κείμενο δεν είναι παράλλαξη ως προς το πραγματικό, αφού δεν είναι πάντα η ίδια σύνταξη ούτε το ίδιο αλφάβητο που κινητοποιούνται, γιατί το κείμενο περισσότερο απ’τη λογική ή τη γραμματική του δομή είναι κι αυτό απόφανση;  Όχι ένα αντικείμενο, ούτε ένα υποκείμενο, αλλά λειτουργία όμοια με εξουσία. Το κείμενο τέλος, δεν είναι η ίδια η πολιτική ως καταγραφή των σχέσεων δύναμης, ως ενδεχόμενη δέσμευση μιας αμφίλογης και πλάνας προφορικότητας σ’απραγματοποίητα «συμβόλαια με το λαό», αλλά και σε πραγματικές κεφαλαιοποιήσεις της «πολιτικής βούλησης»;
     Ο κ. Βέλτσος υπερθεματίζει την έννοια και την αξία του κειμένου με μια συρροή πλασματικών προτάσεων και υπερβολικών αληθειών. Πιθανόν αντλεί απ’την αντίληψη του Μαλλαρμέ ότι οι λέξεις είναι αυτές που συνθέτουν το ποίημα κι όχι τα νοήματα. Βέβαια ο κ. Βέλτσος θα μας πεί ότι το κείμενο είναι κι αυτό τελικά μια απόφανση ενώνοντάς το ως λειτουργία με τον Λόγο και την αισθητική, αλλά ακόμα κι αυτό δεν του δίνει τίποτα πάρα πάνω από το λέγειν. Όπως μπορείς να παραβλέπεις και να ποδοπατάς κάθε τι που είπες, το ίδιο κάνεις και για ότι έθεσες ως κείμενο αρκεί να έχεις την ισχή. Το κείμενο συνεχίζει βέβαια να υπάρχει σαν ξέχωρο απ’το συγγραφέα, αφού μπορεί να ζει και μετά απ’αυτόν, με την προϋπόθεση ότι μπορεί να είναι ακόμα επίκαιρο. Η επικαιρότητά του όμως πρέπει να είναι νοηματική και ιδεολογική. Ας μη φουσκώνουμε όμως μια κατάσταση που δεν έχει περιθώρια να φουσκωθεί γιατί θα σκάσει και όσο πιο άδεια είναι τόσο πιο πολύ κρότο θα κάνει.

Η ΚΡΙΤΗΡΙΟΛΟΓΊΑ  σελ. 19-25

«Στις ρητορικές ερωτήσεις που έθεσα, η απάντηση δεν αναφέρεται βέβαια στο περιεχόμενό τους, αλλά σε ένα άλλο ερώτημα εκ νέου, που προκύπτει εκ του κατά πόσον οι ερωτήσεις αυτές είναι ή όχι ρητορικές».
     Προτού πάρει την πένα ο κ. Βέλτσος και εκθέσει τις απόψεις του, μάλλον θα πρέπει να έχει δώσει απαντήσεις σ’αυτού του είδους τα ερωτήματα στον εαυτό του.  Επί πλέον η ρητορική που τόσο πολύ επικαλείται, μπορεί να θέσει ερωτήματα που δέχονται ή δε δέχονται απάντηση μα ποτέ το ερωτήμα αν οι ερωτήσεις του είναι η δεν είναι οι ίδιες ρητορικές. Τότε η «ρητορικότητα» των ρητορικών ερωτημάτων χάνεται. Εκτός αν ο κ. Βέλτσος, αντί να μας διδάξει «μη-κοινωνιολογία», προτίθεται μέσω της ρητορικής τέχνης, να μας διδάξει και «μή-ρητορική».

«Κατασκεύασα εδώ με τον τρόπο της ρητορικής τέχνης, έναν λόγο πειστικό (πιθανόν λόγον) όχι γι’αυτά που γνωρίζουμε, αφού γι’αυτά υπάρχει κρίσις (περ ν γρ σμεν κα κεκρίκαμεν), αλλά για το «άγνωστο», ούτε το φανερό ούτε το κρυμμένο, αλλά συγκροτημένο από ανώνυμες λειτουργίες, στις οποίες το υποκείμενο δεν πρωταγωνιστεί και με τις οποίες το ζητούμενο συγκροτημένο εισάγεται με τα μεγάλα ρητορικά σχήματα―τη συνεκδοχή, τη μετωνυμία και την κατάχρηση― σε ένα πεδίο συγκεκριμένο ιστορικά, μια λογική, κοινωνικο-οικονομική αποφαντική τάξη».
     Παναγιά μου τσαλίμια και καμώματα «ὤστε μ τ λέγειν εἶναι λογικόν», ώστε να φθέγγεται ως άλλη Σίβυλλα τον νέον λόγον τον άρρητον, όμως κεκαλλωπισμένα. «Να μην κρύβει ούτε να λέγει, αλλά ακόμα πάρα πέρα, και να μη σημαίνει». Η ρητορική για τη ρητορική.
     Λέγεται ότι η Σίβυλλα, πριν αποφανθεί τους θεϊκούς φθόγγους, μασούσε τα ψυχοτροπικά φύλλα του κισσού ή της δάφνης ή κατ’άλλους εισέπνεε θειούχες αναθυμιάσεις του «λάλου ύδατος», λαϊκιστί ευρίσκετο «εις κατάστασιν μαστούρας».  Ο κ. Βέλτσος;

«Κατέφυγα λοιπόν στον πρώτο «τόπο» των φαινομένων ενθυμημάτων του δευτέρου βιβλίου της «Ρητορικής Τέχνης» του Αριστοτέλους, όπου τα πάντα εξάγονται απ’την λέξιν κι όπου με ένα φαινόμενον ενθύμημα, γράφω το όχι πιθανό (το εικός), να είναι πιθανόν εξίσου. Επέλεξα τον τρόπο της ρητορικής απόδειξης, αδιαφορώντας για την veritas, προβάλλοντας τη δική μου αλήθεια σκεπτικιστικά: την probabilitas των αισθημάτων και των παθών».
     Δε μπορώ να κρίνω εδώ τα λεγόμενα του κ. Βέλτσου χρησιμοποιώντας το «καταφύγιό» του, που είναι η χρήση του Β΄βιβλίου της «Ρητορικής Τέχνης» του Αριστοτέλη, γιατί απλά δεν το έχω κοσκινίσει όπως ρητορικά αφήνει να εννοηθεί ο κος Βέλτσος ότι έχει κάνει, μα είμαι απόλυτα βέβαιος ότι αυτό που επικαλείται ως «ασπίδα» του λόγου του, απέχει πολύ μακριά απ’αυτό που θα ήθελε να πει ο Αριστοτέλης. Η ρητορική είναι μια τέχνη που γίνεται κάποιος πειστικός και όχι ακατανόητος. Ακόμα η έννοια «πιθανόν», περιέχει κατ’ανάγκην μέσα της και το μη πιθανόν, αλλιώς θα ήταν μια βεβαιότητα που θα είχε εξαρχής απορρίψει την πιθανότητα. Το μη πιθανόν λοιπόν δεν έχει δικαίωμα στην πιθανότητα γιατί αν είχε, θα ήταν απλώς πιθανόν. Οι έννοιες πιθανόν και μη πιθανόν ξεκινούν ως μιαν ενότητα αφού η πιθανότητα περιέχει την άρνηση και την κατάφαση στη εξέλιξη όμως χωρίζουν, το ένα Είναι, και το άλλο Δεν Είναι.  Δηλαδή η λέξη μη πιθανόν δε συμβαδίζει ρητορικά με την πιθανότητα.
    Τώρα η επιλογή της ρητορικής απόδειξης που αδιαφορεί για την αλήθεια, αλλά προβάλλει την πιθανότητα των αισθημάτων και των παθών, δεν μπορεί παρά ν’αφήνει τη «Ρητορική» και τον Αριστοτέλη άναυδους.

«Έκανα έτσι το καθήκον μου προς την γλώσσα μάλλον και όχι προς την κοινωνία την οποία υποτίθεται ότι θα σχολιάσω. Η ίδια όμως η γλωσσική μου υποχρέωση εξυπακούεται όχι μόνον ως αρχή του λόγου μου―το ελληνίζειν, για το οποίο τόσο λίγο ενδιαφέρονται οι περαστικοί απ’τα ελληνικά συνάδελφοί μου ―αλλά και ως αυτό που αρμόζει σε κάθε υφολογημένο λόγο, που ξέρει να μιλά ελληνικά: το πάθος και το ήθος».
     Ως παρατήρηση σ’αυτό το σουρεαλιστικό παραλήρημα θ’αναφέρω την πρόταση του Αριστοτέλη που παραθέτει κι ο ίδιος ο κ. Βέλτσος: «Τὸ δὲ πρέπεον ἔξει ἡ λέξις, έὰν ἧ παθητική καὶ ήθική»  όμως «καὶ τοῖς προκειμένοις πράγμασιν ανάλογον».  Το ελληνίζειν έχει πάντα αντιστοιχία με τη λογική και την προκείμενη πραγματικότητα.  Μια λογική που μπορεί να είναι ιδιόμορφη, αλλά να μπορεί να δικαιολογεί τον εαυτό της.  Ενώ αντίθετα στο έργο του κ. Βέλτσου διακρίνουμε το Λέγειν, που μάχεται απεγνωσμένα ν’απαλλαγεί από τη λογική αντιστοιχία και τοις «πράγμασιν ναλογίαν».

«Και ως προς το πάθος μεν ακολουθώ την τρίτη «Κριτική» του Ι. Kant, ενθύμημα για μένα σημαντικό, γιατί αφήνει τον «τρόπο» να φανεί για όλες τις πιθανές σχέσεις  πραγμάτων και λέξεων κι ακόμη για το υψηλό, που περιγράφει, προέρχεται από το πάθος». «Έναν εμπαθή ανταγωνισμό δηλαδή όλων των «τρόπων», της διανοιας, του λόγου (ratio), και της φαντασίας, ώστε πάντοτε να προκύπτει μια διαυγής ασάφεια από τη διαπλοκή τους».
     Κε καθηγητά αν ο Καντ διάβαζε αυτές σου τις απόψεις πάνω στην τρίτη «Κριτική» του, σίγουρα θα σ’άφηνε στην ίδια τάξη ή μπορεί να σε απέβαλλε τελείως απ'το πανεπιστήμιο, γιατί τότε απεχθάνοντο μετά βδελυγμίας τις μπούρδες. Ακόμα ο ίδιος ο Κάντ που καλείς ως αρωγό μόνο και μόνο για να χρησιμοποιήσεις ηχητικά τ’όνομά του, στο έργο του αγωνίζετο ενάντια σ’αυτή την ασάφεια και μάλλον θα του προκαλούσε μεγαλύτερη περιφρόνηση όσο πιο διαυγής ήταν. ―Οι αντιφάσεις πρέπει να είναι δομικά στοιχεία του γίγνεσθαι και όχι να χρησιμοποιούνται για «να εκπλήσσουν το αυτί», να «αγριεύουν το μάτι» και «να τρέπουν τον αναγνώστη σε φυγή» με την «διαυγή ασάφειά τους».

«Ως προς το ήθος του λόγου μου, δηλαδή το ύφος, εγγυητή ορίζω τον  συνεχή έλεγχο ενός αισθητικού κριτηρίου, για τα κριτήριά μου, που αυτός τούτος ο λόγος, εντούτοις, καθιερώνει».
    Επειδή ο κ. Βέλτσος είναι η Σίβυλλα που «φθέγγεται δια τον θεόν τον εν Δελφoίς, ούτε κρύβει ούτε λέγει» μα ούτε δικαιολογεί. Κριτήριό του είναι η ίδια η αισθητική του, που απορρέει απ’αυτόν, όπως το φως απ’τον ήλιο και το άρωμα από τα λουλούδια, όπου κάθε κριτήριο είναι χαμηλότερο των προσδοκιών της ίδιας της κρίσης, όπου το «Ύφος» πλέον είναι «εγγυητής Ήθους και Λόγου».

«Να πω καλύτερα μιας πρόκρισης  που περισσότερο αποφαίνεται για το «πως», παρά για το «τι» είναι η κρίση·  Γιατί, γι’αυτό το «πως» που θέτει ένα πρόβλημα «γούστου» αναπάντητο, ρητορικό, γράφω τη μη- κοινωνιολογία.  Τη γράγω για την πρόκριση κι όχι για την κρίση που εκφέρει.  Το «πως» να κρίνω, δεν είναι άραγε το προ-κρίνω; Εκείνο το προ της κρίσεως που εγκυμονεί τις προθέσεις κάθε κρίσης και που ωστόσο παραμένει ξένο προς την ομολογία που η κρίση επικαλείται»;
     Αφού «γλέντησε» με το "post", το "μετά", ο κ. Βέλτσος, τώρα πήρε τη σειρά του το «προ», όπου στην κρίση μπορεί κατά την γνώμη του να υπάρχει πρό-κριση, όπως ακριβώς «η εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα και οι αναλυτικές κρίσεις της καντιανής μεταφυσικής» μ’ένα χαϊντεγκεριανό ένδυμα ενδοϋπαρξιακό· και όπως στον αριστοτελικό λόγο ο επίλογος, όπου «τελευτή τῆς λέξεως ἁρμόττει ἡ ἀσύνδετος, ὅπως ἐπίλογος αλλὰ μὴ λόγος ᾖ», κατά τον κ. Βέλτσο:  «ἀρχή τῆς κρίσεως ἁρμόττει ἡ ἀσύμμετρος, ἡ πρό-κρισις ὡς τρόπος τοῦ κρίνειν και οὐχί κρίνειν ᾗ»
     Επειδή δεν είπε ο Αριστοτέλης κάτι τέτοιο κι επειδή δεν αμφισβητώ τον Αριστοτέλη στη ρητορική, κι επειδή η γνώμη η δική μου ότι το «πως» και το «τι» στο ορθά κρίνειν είναι μια ενότητα που δεν ξεχωρίζεται, γι’αυτό διαφωνώ με τον κ. Βέλτσο.  Όσο για εκείνο που «προ της κρίσης εγκυμονεί την πρόθεση, μα ωστόσο παραμένει ξένο προς την ομολογία που η κρίση επικαλείται», είναι η ανθρώπινη φύση που προτίθεται τα πάντα μη παραμένοντας ξένη από πουθενά, (μετέχει σε όλα). Κι όπως όλες αυτές οι «κατηγορίες» που εφευρίσκει ο κ. Βέλτσος είναι προς υπερρεαλιστικό εντυπωσιασμό, έτσι και το Μη-Είναι μιας κοινωνιολογίας είναι κι αυτό, αν μπορεί να είναι κάτι, υπερρεαλιστικό παραλήρημα.
     Και κάτι για τον υπερρεαλισμό:  ―Αν ο υπερρεαλισμός μπορούσε να είχε θέση στο Λόγο, μην αμφιβάλλουμε ότι οι Έλληνες θα τον είχαν εξαντλήσει.

«Το «πως» ως «προ», λοιπόν, ορίζει τι σημαίνει κρίση,  αποσπώντας την απ’το συμπαγές καθεστώς κάθε προϋποτιθέμενης νομολογίας. Αυτό το «πως» το εννοώ ως υπερβατική αρχή με την καντιανή έννοια γιατί δι’αυτού  παρίσταται μια a priori συνθήκη με την οποία γνωρίζω τα πράγματα, τα κρίνω εν όψει μιας συνεκτικής ως προς αυτά  εμπειρίας μου, και οδεύω με ένα απόφθεγμα (Maxim), της ίδιας της κριτικής ικανότητας η οποία είναι αισθητική, δηλαδή όταν πρόκειται να αποφανθεί για το γούστο, τότε και μόνον τότε  ―παρά το ότι προϋποθέτει μιαν a priori αρχή ως προς την κρίση της ― δεν τη θεωρεί εν τούτοις a priori καθοριστική. Καταργεί κατά συνέπεια με τον εγγενή αντιστρεπτικό μηχανισμό της κάθε κανόνα από τα πριν και κάθε νομολογία, γιατί η αισθητική κρίση δεν είναι ούτε μια αρχή (Prinzip) της γνώσης για τη νόηση, ούτε μια πρακτική αρχή για τη θέληση».
     Αυτό πιο σωστά λέγεται αλλιώς: Ο άθρωπος όντας αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξέλιξης, αυτός ο ίδιος είναι μια καταγραφή του παγκοσμίου γίνεσθαι που περιέχεται στο ανθρώπινο DNA. Η καταγραφή αυτή ως πιο συγκεκριμένη κι ολοκληρωμένη είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος, που είναι δηλαδή μια κωδική καταγραφή και είναι ένας κληρονομικός γνωστικός μηχανισμός. Όταν εισέρχεται η εμπειρία μέσ’τον μηχανισμό αυτό, τον αφυπνίζει θυμίζοντάς του αρχαίους δρόμους που χάνονται στούς προγόνους, το ζώο και τη φύση. Η εμπειρία αποκωδικοποιεί τον γνωστικό μηχανισμό και το αποκωδικοποιημένο μέρος του μηχανισμού είναι η συνείδηση κι η λογική, ενώ αυτό το απύθμενο μέρος που συνεχίζει να μένει κωδικοποιημένο, είναι η ενόραση και η φαντασία, δηλαδή η αισθητική.
     Επειδή ποτέ και πουθενά η εμπειρία δεν είναι αρκετή, είναι αναγκαίο ο άνθρωπος να πατά λιγότερο ή περισσότερο στο αισθητικό υπόβαθρο που διαθέτει για να μπορεί να αποφαίνεται, να κρίνει ή να αποφασίζει.
    Η «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα», το Υπερβασιακό και Υψηλό, όπως τα ευαγγελίζεται ο Κάντ και φαίνεται να διεγείρεται διανοητικά ο Χάιντεγκερ και με αυτά υπερερεαλιστικά ο Βέλτσος, δεν έχουν τίποτα το «επέκεινα» ή το μεταφυσικό, είναι «καπρίτσια» του DNA, δηλαδή κάτι το πολύ φυσικό. Το DNA όπου περιέχονται όλες οι «εκ των προτέρων» γνωστικές καταγραφές του νοείν κληρονομικά.

Τώρα αν δεχτούμε ότι ο κόσμος είναι ανοικτός κι αληθινά εν τω γίγνεσθαι, δηλαδή ότι αυτό που λένε φαινομενικότητα είναι η ίδια η πραγματικότητα, όπως αναφέραμε πριν έχει αντιφατικούς όρους λειτουργίας.  Οι αντιφατικοί όροι λειτουργίας ενός συστήματος προϋποθέτουν και μιαν αντιφατική λογική. Αυτό όμως δεν νομιμοποιεί την τρέλα ή το παράλογο ως «λογικό» σύστημα, ούτε τη σουρεαλιστική αυθαιρεσία του λέγειν που πλέον έχει τον τρόπο σαν μοναδικό κριτήριο του λέγειν κι όχι τον Λόγο. Η Αντιφατική Λογική είναι η αληθινή Διαλεκτική Λογική που πατά πάνω στην καταλυτικο-συνθετική φύση του Γίγνεσθαι και στο Λόγο του Ηράκλειτου.
    Κάποιοι που ακολούθησαν τον "ευρωπαϊκό δρόμο της διαλεκτικής", ο οποίος είναι «μολυσμένος» απ’το χριστιανισμό κι οδηγεί στο Απόλυτο ή στο Υψηλό, παρεσύρθησαν σε λογικές αντινομίες που μετέφραζαν την αντιφατικότητα σε παραλογισμό.  Όταν λοιπόν διαπίστωσαν ότι ο ντετερμινισμός και ο ορθός λόγος αδυνατούσαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο, κάλπασαν βίαια προς το μυστικισμό ή τον παραλογισμό ως λογική.

«Η καθοριστική αρχή της αισθητικής κρίσης δεν μπορεί να είναι τίποτ’άλλο από υποκειμενική, «χωρίς συμφέρον», όπως τονίζει ο Κant, ή-αντίθετα στα όρια της δύναμης και της μέθης -«συμφεροντολογική», όπως τονίζει ο Nietzsche, που για τον οποίον το ωραίο είναι αυτό που μας μεθά και του οποίου η κρίση, είναι ζήτημα δύναμης.  Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να δεχτούμε, έστω και προσωρινά εδώ, μια θεωρία κριτηρίων όπου και αν ακόμη δεν παρουσιάζει τον υποτιθέμενο οικουμενικό χαραχτήρα των επιχειρημάτων, σύμφωνα με τον Kant, ή την απόλυτα ατομιστική τους προέλευση σύμφωνα με τον Nietzsche, θ’αναγνώριζε τουλάχιστον-και το ξαναλέω: προσωρινά, μια διυποκειμενική αποδοχή τους ως προς την εγκυρότητα».
    Η καντιανή υποκειμενικότητα της αρχής της αισθητικής κρίσης, είναι τόσο υποκειμενική όσο και η βούληση της δύναμης της μέθης, επειδή και τα δυό περιέχονται μέσα στην «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα» της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή την αισθητική. Γι’αυτό ακριβώς και επειδή οι άνθρωποι είναι αποτέλεσμα του ίδιου του παγκόσμιου Γίγνεσθαι, αυτό το «εκ των προτέρων», είναι η κωδική καταγραφή του παγκόσμιου Γίγνεσθαι στο ανθρώπινο DNA. Έτσι σε συντριπτικό βαθμό έχει μεγαλύτερη οικουμενικότητα από ατομικότητα. Όμως ο κ. Βέλτος, έστω και προσωρινά, δε θα πρέπει να αναζητά διυποκειμενικά κριτήρια, αφού στην προ-γραφή του κειμένου του, τίθεται περιφρονητικά απέναντι σε κάθε «κανονιστικό κι ουτοπικό ιδεώδες και κυρίως κάθε συνολικής αρχής, που υποθετικά ενοποιεί ό,τι ουδέποτε πραγματικά θεματοποιείται απ’τον ακατονόμαστα βιωμένο κόσμο».  Γι’αυτό τονίζει τη λέξη «προσωρινά» ξανά και ξανά, αφού αυτή η λέξη είναι ένα  άλλοθι αντιμεταφυσικό .

«Χρειαζόμαστε λοιπόν κριτήρια τη στιγμή που φαίνεται ότι κριτήρια δεν υπάρχουν.  Τα χρειαζόμαστε ίνα διαφύγουμε προσωρινά την απορία και μύθον τινά διηγήσθαι περί της κοινωνίας. Και είναι φανερό ότι βρισκόμαστε σ’«αμηχανία» (ἠπορίκαμεν) μπροστά στο κείμενο ως αντικείμενο που πρέπει τελικά να κρίνουμε. Την ίδια τη γραφή, θεωρούμε δράση κι έχουμε την ανάγνωση ως κριτήριο, για ότι υλοποιεί τη γραφή: τον ίδιο τον «κοινωνικό δεσμό» που είναι σχέση επικοινωνιακή ανάμεσα σε ανθρώπους (δραστηριότητα) αλλά και εσωτερική λειτουργία εκφραστική και σχολαστική (εν-νόηση)».
       Όλοι οι «περί το αντικείμενον της γραφής ως Είναι τι Καθαρόν νομίζοντες και την ανάγνωσίν του ως κριτήριον του κειμένου», ξεχνάνε πως το κείμενο και η γραφή δεν υπάρχουν ως Τέτοια, αλλά είναι κάτι λόγω του περιεχομένου τους. Είναι το περιεχόμενο που μετατρέπει το κείμενο σε συγκεκριμένη κατάσταση,  που χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση. Αυτό συνιστά ένα ιδεολογικό πλέγμα κριτηρίων, που στο βάθος του, έχει μάλλον εμπειρικό χαρακτήρα και πολύ μικρή καθαρότητα.
     Σήμερα το καντιανό πλέγμα σκέψεων θέλει περίσκεψη και περισυλλογή για το πόσο πρέπει να συρρικνωθεί αντί να «φουσκώνεται δημιουργικά». Πλέον γνωρίζουμε ότι ούτε Απόλυτα ούτε Καθαρά ούτε Υψηλά υπάρχουν, έτσι κάθε θεμελίωση πάνω σ’αυτά, έστω και για προσωρινό εντυπωσιασμό, κατεδαφίζει την «εν-νόηση» για την οποία ο κ. Βέλτσος τρέφει τόση λατρεία. Η απορία κι η αμηχανία λοιπόν μπροστά στο κείμενο, είναι αποτέλεσμα του ότι το κείμενο «θέλει» ν’αυτονομηθεί όντας το Αντι-κείμενο Καθεαυτό. Αυτό ούτε οι αλεξανδρινοί γραμματικοί το είχαν φανταστεί. Αυτοί που είχαν εξαντλήσει τα περί το Κείμενο και την Γραμματική.
      Εγώ νομίζω ότι οι ευρωπαϊστές σημειολόγοι γλωσσολόγοι και γραμματολόγοι πρώτα θα πρέπει να φτιάξουν μια άρτια γλώσσα και έπειτα ας αρχίσουν να τις αφαιρούν τα στοιχεία που θα θεωρούσαν περιττά.   Όμως ποτέ δεν πρέπει ν’αφαιρούν την ραχοκοκκαλιά της λογικής της γλώσσας, γιατί μοιάζουν σκαρφαλωμένοι στα κλαδιά ενός τεράστιου δέντρου και κοιτώντας όλο προς τα πάνω για να κόβουν τα φρούτα, ξέχασαν ότι το δέντρο έχει ρίζες στη γη αλλά νομίζουν ότι κρέμεται απ’τον ουρανό. Έτσι άρχισαν να λογαριάζουν τα πάντα από ψηλά, με γνώμονα το Υψηλό, το Απόλυτο, το Καθαρό, το Είναι Καθαυτό και το Λέγειν, τη Γραφή, το Κείμενο ως Καθαυτά.  Και κάποιοι μαρξιστές παίρνοντας αυτό το εκ διαστροφής αντεστραμμένο, το ξαναντιστρέφουν δημιουργώντας σύγχυση στο τετράγωνο.
     Ο λόγος πάσχισε χιλιετίες για να μπορεί να είναι σαφής, να αντιστοιχεί με το γίγνεσθαι και κόπιαζε να προτείνει τη διαλεκτική ως κάτι που ταιριάζει. Κι αντί να δουλέψουν πάνω στη διαλεκτική, αγωνίζονται να καταλύσουμε το λόγο γυρίζοντας πίσω στην αισθητική προσέγγιση ως καθαρή, για οδηγό στις επιλογές τους.

«Ποια είναι λοιπόν τα κειμενικά κριτήρια που μας μεταφέρουν από ένα όρο σ’άλλον; Πως μεταβαίνουμε απ’το κείμενο στην κοινωνία και θεωρούμε το κείμενο πρότυπο κοινωνικής δράσης ή τη δράση αντίστοιχα, ως οιωνεί κείμενο»;
      Από το ερώτημα αυτό καταλαβαίνουμε ότι οι ευρωπαίοι διανοητές κι οι ευρωπαΐζοντες ακόλουθοί τους, ψάχνουν τρόπο να φιλοσοφήσουν.  Έτσι θέτουν ερωτήματα εκεί που δεν υπάρχουν!  Κάθε τι που έχει λογικό κορμό, μπορεί να εκφράζεται ως γλωσσικό σύστημα. Γι’αυτό ο Ηράκλειτος ως κορμό της διαλεκτικής του έθεσε το Λόγο.  Από κει και πέρα δε χρειάζεται να ξανανακαλύψουμε τη γραφή ή το κείμενο και τη σχέση του με το κοινωνικό γίγνεσθαι, κι αν θελήσω να ξαναορίσω τη σχέση νόησης, λόγου, γραφής και κοινωνίας θα γίνω πληκτικός, αφού τα αχνάρια μου θα συμπέσουν με την ίδια την κοινωνιολογία.  Όλοι σήμερα ξέρουν αυτή τη σχέση στην φιλονοήμονα παρέα μας.

«Ιδού μια πιθανή επιχειρηματολογία:αν εξετάσουμε τα τέσσερα κριτήρια της «κειμενικότητας», που επιβάλλονται σε κάθε εννοηματωμένη δράση σύμφωνα με τον Ricoeur, θα δούμε αμέσως ότι η δράση αυτή γίνεται αντικείμενο της επιστήμης υπό τον όρο ενός είδους αντικειμενοποίησής της αντίστοιχης με την καθήλωση του λόγου στη γραφή».
      Εδώ προϋποτίθενται «κειμενικά κριτήρια» που επιβάλλουν στη σχέση νοείν και γραφής, δηλαδή τους όρους για να μπορούν να γίνουν αντικείμενο της επιστήμης, με την αντικειμενοποίηση που δίνει η στατικότητα της γραφής στο λόγο. Μα αιώνες τώρα αυτό κάνουμε! Στατικοποιούμε τα πάντα για να τα χώσουμε στα στενά παπουτσάκια του λεγόμενου Ορθού Λόγου που η σύγχρονη επιστήμη, οι αρχαίοι Έλληνες διαλεκτικοί, αλλ’ακόμα κι οι αρχαίοι ορθολογιστές αμφισβητούν ως προς την απόλυτη και οικουμενική εγκυρότητά του. 

«Εδώ ο Ricoeur μ’αυτό το πρώτο κριτήριο προεκτείνει την ερμηνευτική θέση του Austin, που αν το λέγειν σημαίνει «δράν», τότε και το δράν σημαίνει καταγράφειν. Πραγματικά, όπως στη δράση της γλώσσας αυτό που καθηλώνεται από τη γραφή, όντας το νόημα της ως λεχθέν, έτσι και στην εννοηματική δράση γενικότερα αυτό που γίνεται συγχρόνως καταγράφεται.  Η έννοια της καταγραφής συμπίπτει βέβαια με την έννοια του ίχνους ή του γράμματος, για το οποίο θα μιλήσουμε διεξοδικά πιο κάτω».
    Αν πρώτο «κειμενικό κριτήριο» είναι ότι το Λέγειν ως Δραν είναι το Καταγράφειν, τίθεται το ερώτημα αν αυτοί οι σκοτεινοί μας πρόγονοι ανακάλυψαν το Γράφειν για άλλο λόγο εκτός από το Καταγράφειν. Το πρώτο «κειμενικό κριτήριο» λοιπόν, μου φαίνεται να μην έχει αντικείμενο. Ότι η καταγραφή και η γραφή θέλουν ίχνη και γράμματα κι ότι αυτό χρειάζεται περαιτέρω διευκρίνιση είναι άξιο απορίας.   

«Έτσι η καταγραφή της εννοηματωμένης δράσης, γίνεται κι η απόδειξή της.  Η μαρτυρία που την τοποθετεί αντικειμενικά στην Ιστορία στο corpus της οποίας κάθε καταγραφή ως ίχνος αφήνει σημάδια και συμπτώματα. Κι αυτό είναι το δεύτερο κριτήριο της αντικειμενικότητας, που προσδιορίζει τη φύση της εννοηματωμένης δράσης, ως κοινωνικής ιστορικά καταγραμμένης. Μιας δράσης που έγινε κείμενο, ένα μεγάλο ιερογλυφικό που τόσος μόχθος χρειάζεται για να το διαβάσεις».
      Το δεύτερο κειμενικό κριτήριο είναι εξίσου έωλο: Η Ιστορία είναι αποτέλεσμα κοινωνικής δράσης και εγκαθιδρυμένων αποτελεσμάτων που δεν θα ξεχαστούν λόγω της «αξίας» τους μέσα στο χρόνο. Η κειμενική καταγραφή για να έχει σχέση με την ιστορία, πρέπει τουλάχιστον να μπορεί να διατηρηθεί ως Γραπτό. Εκατομμύρια κείμενα ιδεών και λογικών συνειρμών, ή άλλα ασυνάρτητα γράφονται και καταποντίζονται από τη συνεχή πολτοποίηση ή καύση των βιβλίων, που για διάφορους λόγους, άλλα κρίνονται ανεπαρκεί, άλλα επικίνδυνα κι άλλα μη εμπορεύσιμα.  Θα προσέθετα λοιπόν στο δεύτερο κειμενικό κριτήριο και την αποφυγή του «καταλυτικού παράγοντα της φωτιάς».

«Το τρίτο κριτήριο θεωρεί την αντικειμενικότητα ως δράση ειδική, της οποίας η σημασία υπερβαίνει την αρχική της κατάσταση. Πρόκειται για την υπέρβαση απ’την ίδια τη γραφή ως βίαιη δράση. Υπέρβαση που κάνει το κείμενο να αυτονομείται και να διακόπτει τους δεσμούς του, τόσο με το λόγο τον οποίο κατέγραψε, όσο και με τα αναφερόμενα που περιγράφει, (τις  κοινωνικές σχέσεις).  Το κείμενο ανοίγεται σε ένα κόσμο που ωστόσο το ίδιο περικλείει.  Και το κλειδί είναι η ανάγνωση».
     Την ίδια τη δράση που απ’το λέγειν έγινε κείμενο, στο τρίτο κριτήριο, όνομάζοντάς την βίαιη, υπερβαίνεται η γραφή ως Λέγειν και γίνεται γραφή Καθεαυτή, όπου το κείμενο καθεαυτό δε σχετίζεται πια με το λέγειν ως αιτία, που κατέγραψε, ούτε μ’αυτά που αναφέρει.  Αλλά την ίδια στιγμή που ανοίγεται στον κόσμο ως άλλο, και ενώ παύει να σχετίζεται μ’αυτό που κατέγραψε, το περιέχει κιόλας.
    Κάποτε, ένας καλός μαθητής του Δραγατάκη, του παρουσίασε ένα έργο σύνθεσης. Ο Δραγατάκης αφού μελέτησε το έργο είδε σ’αυτό υπερβολοκή αντιστικτική δραστηριότητα.  Παρατήρησε λοιπόν πως "η αντίστιξη δεν είναι για να βγάζουμε το άχτι μας".  Ή με όρους ποδοσφαιρικούς που είναι της μόδας: ο κ. Βέλτος απ’την υπερβολική αγάπη του στη ντρίπλα, άρχισε να ντριπλάρει και τον εαυτό του.

«Το τέταρτο κριτήριο αντικειμενικότητας που αντιλαμβάνεται τη δράση ως κείμενο, είναι αυτή η ίδια η διαλεκτική σχέση μεταξύ κειμένου κι των αναγνώσεων που επιδέχεται.  Εφόσον μάλιστα το κείμενο δε θεωρείται ως γραμμική ακολουθία φράσεων μα ως διαδικασία συνθετική―παλίμψηστο ή πεδίο πιθανών κατασκευών― κι η ανάγνωση έρχεται να διαμορφώσει τις αναγκαίες αντιστίξεις με το άλλο πεδίο των πιθανών κατασκευών που είναι η κοινωνία».
     Εδώ μας τονίζεται πως το τέταρτο κριτήριο είναι η διαλεκτική σχέση κειμένου κι αναγνώστη. Δηλαδή ότι πρέπει να διαβάζεται. Αλλά όταν εγώ διαβάσω ένα κείμενο, μολονότι αυτό είναι πλέον αυτονομημένο καί από τον συγγραφέα του (αφού δε σχετίζεται πια με το λέγειν που ήταν η αιτία του), με την ανάγνωσή μου διαμορφώνω τις αναγκαίες αντιστίξεις του σε σχέσει με την κοινωνία;  Πολύ κακό για το τίποτα! Ο τρόπος του λέγειν εδώ μετατρέπει απλούς συνειρμούς σε βαθυστόχαστες αποφάνσεις.
     Εγώ θα έλεγα ότι η κοινωνική κατάσταση, ο διανοητής, ο συγραφέας, ο αναγνώστης και το κείμενο, συνιστούν ένα ενιαίο γίγνεσθαι. Αυτά στις μέρες μας, δε μπορούν να είναι ξέχωρα υπάρχοντας ως αντικειμενικότητα ντετερμινιστική, για να μπορούν να ορθώσουν μιαν επιστημονικότητα όπως αυτή  που θέλουν οι αναφερθέντες απ’τον κ. Βέλτσο ευρωπαίοι διανοητές. Την επιστημονικότητα αυτή όλοι οι ορθολογιστές συγγραφείς χρησιμοποιούν απλά, χωρίς να την ονομάζουν. Ακόμα οι προσωκρατικοί και ειδικά οι Αναξίμανδρος, Ηράκλειτος και Ζήνων έχουν ήδη προτείνει μιαν άλλην επιστημονικότητα της σχέσης Είναι, Νοείν, Λέγειν και Γράφειν. Αυτή είναι η Διαλεκτική όπου ο Λόγος είναι ο κορμός, κι αυτός είναι η αντιφατικότητα ως ουσία και λέγειν.
      Βέβαια δεν αντιλέγω ότι το Λέγειν φεύγοντας από τον συγγραφέα στατικοποιείται εκεί που βρίσκεται ως κείμενο, αλλά ο λόγος της στατικοποίησής του δεν είναι μόνον αυτός.  Ένας πολύ σοβαρός λόγος της στατικοποίησης του κειμένου, είναι το ίδιο το Λέγειν.  Όταν το Λέγειν είναι ορθολογικό, δε στατικοποιεί μόνον τα λεγόμενα και το κείμενο, αλλά τυπικά δέχεται καί τον κόσμο ως στατικό (έστω κι ευκαιριακά). Κάθε επιστημολογία περί κειμένου λοιπόν που θα επιχειρεί τον λόγο με ραχοκοκκαλια τον ορθολογισμό, δεν μπορεί να μιλήσει τον κόσμο, αλλά ούτε να τον γράψει όπως είναι. Αυτό είναι ένα πρόβλημα αρχαίο που ήδη έχει λυθεί, αλλά αιώνες τώρα αποστρέφουμε τους οφθαλμούς μας από τη λύση αυτή. Οι Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος και Ζήνων, έχουν ήδη προτείνει μιαν άλλη επιστημονικότητα της σχέσης Είναι, Νοείν, Λέγειν, Γράφειν και Πράττειν, και αυτή είναι η Διαλεκτική της οποίας ο κορμός είναι ο Λόγος, η Αντιφατικότητα. Τα λεγόμενα του Ηράκλειτου, μολονότι έφτασαν στις μέρες μας αποσπασματικά κι ίσως «διορθωμένα» απ’αγάπη ή μίσος, μπορούν ακόμα να μας δείξουν τον τρόπο του «αντιφατικού» Λέγειν, όπου ο Λόγος είναι ίδιος ο κόσμος ως κείμενο εν τω γίγνεσθαι και δύναται να λέγεται, μόνο με τον τρόπο που μας δείχνει αυτή η Διαλεκτική. Τότε η «διαυγής ασάφεια» είναι μια σαφήνεια εν τω γίγνεσθαι κι είναι η μόνη μπορετή σαφήνεια για το λέγειν περί του κόσμου.

«Όταν λοιπόν παλινωδώ και επαναλαμβάνω τη φράση: μέσα στη γλώσσα η άλλη γλώσσα,  έχω στο νού μου ένα σχήμα ρητορικό εν όψει της ενάργειας του λόγου, όπου η πρώτη γλώσσα  μεταφέρεται στην άλλη,  γιατί πουθενά αλλού  δεν υπάρχει γλώσσα, παρά μόνο στη γλώσσα ad infinitum».
     Ο κ. Βέλτσος πρέπει να γνωρίζει πως η πρόταση για την γλώσσα μέσ’τη γλώσσα «και αυτό επ’άπειρον», σημαίνει πως δε θα πρέπει να υπάρχει η γλώσσα ως αντικειμενικό γεγονός ή ως καθεαυτό.  Η γλώσσα μεσ’τη γλώσσα και αυτό επ’άπειρον είναι η γλώσσα εν τω γίγνεσθαι που τελικά συμπίπτει με το «αιώνιο» αντιφατικό Εν Δυνάμει υπόβαθρο του Είναι.
[«Η μεγάλη ευθεία ωφείλει να είναι κυρτή». «Το μεγάλο τετράγωνο δεν έχει γωνίες». «Η ευθεία πορεία είναι αποτέλεσμα της κυρτότητας και η κυρτότητα της ευθείας». «Η Ταυτότητα είναι η συνεχής αλλαγή». «Όλα καταλύονται-συντιθέμενα-φεύγουν-επιστρέφοντας, Είναι-Μη Όντας»].
           Έτσι είναι ο Λόγος, η γλώσσα εν τω γίγνεσθαι.

«Όμως εδώ προκύπτει το πρόβλημα που θέτει η Ερμηνευτική η ίδια όταν περιορίζετα-και πως αλλιώς- στον ερμηνευτικό κύκλο εξήγησης-κατανόησης. Το πρόβλημα είναι το εξής: διαδραματίζει ή όχι η Ερμηνευτική ιδεολογικό ρόλο ενισχύοντας έτσι κάθε θετικισμό που προγραμματικά διαβάλλει; Αντιστρατεύεται ή όχι κάθε κοινωνική θεωρία που δεν αρκείται μόνον σε ερμηνεία, αλλά και που ενδιαφέρεται για τα «διαφέροντα» εκείνα, που κάνουν τον ερμηνέα να ερμηνεύει και αν μην δρά; Οδηγεί η ερμηνευτική σε χειραφετικό διαφέρον, όπως η Κριτική θεωρία, ή περιορίζεται απλά στην κατανοητική της δυνατότητα. Και τέλος διαφοροποιείται απ’τη χειραφετική δράση που ενυπάρχει σε κάθε κριτική και πολλώ μάλλον στην Κριτική θεωρία, για την οποία κάθε ριζοσπαστική κριτική της γνώσης δεν νοήται παρά ως θεωρία για την ίδια την κοινωνία;  (J. Habermas)». . . . .  . .    
    «Ωστόσο αυτή η ερωτηματοποθεσία φαίνεται σήμερα ρητορική.  Σήμερα καί η Κριτική θεωρία καί η Ερμηνευτική Θεωρία αδυνατούν να εννοήσουν πως το «νόημα» και το  «διαφέρον»  δεν  οδηγούν  απαραιτήτως στην «αλήθεια» που θα μας επέτρεπε να εξηγήσουμε πρακτικές των οποίων θα είμαστε εμείς οι ίδιοι, ως ερμηνείς ή ως κριτές, οι βασικοί συντελεστές.
    Ο Foucault, όταν εγκατέλειπε την Ερμηνευτική κι επέκρινε την Κριτική θεωρία, για να οδηγηθεί προς ό,τι ονόμαζε Γενεαλογία, αναγνώριζε πόσο λίγο το νόημα και το διαφέρον θεμελιώνεται στην ερμηνευτική κατανόηση ή αντίστοιχα στην  κριτική περέμβαση. . . . . . »
      Ο αναγνώστης μπορεί να ενημερωθεί για τη συνέχεια αυτής της επιχειρηματολογίας απ’το έργο του κ. Βέλτσου. Εγώ θ’αρκεστώ να παρατηρήσω ότι θέματα σαν αυτά, που οι ευρωπαίοι και οι ευρωπαϊστές διανοητές προσπαθούν να λύσουν με «περίτεχνους» συλλογισμούς, η εξέλιξη της επιστήμης έχει πια λύσει, αγγίζοντας μέσα στις ίδιες τις δομές του εγκεφάλου αδιαφορώντας για κάθε τέτοιου είδους επιχειρηματολογία. Ενώ η θρησκεία συνεχίζει να δίνει «λύσεις» σε θέματα που σχετίζονται με την επιστήμη, οι επιστήμονες αφήνουν τους θεολόγους να «κάνουν τη δουλειά τους», χωρίς να τους δίνουν σημασία. Και ενώ οι επιστήμονες, έχουν επιλύσει πλέον προβλήματα φιλοσοφο-νοητικο-ψυχολογικά, για τα οποία οι φιλόσοφοι ακόμα διαπληκτίζονται με πάθος, αυτοί συνεχίζουν αδιάφοροι τη δουλειά τους. Είναι σαν κάποιοι να συζητούν επιχειρηματολογώντας με πάθος αν το φεγγάρι είναι επίπεδο ή σφαιρικό, τη στιγμή που άλλοι έχουν ήδη πατήσει εκεί.

Αυτή η συζήτηση που ξεκίνησε απ’τις Ιδέες του Πλάτωνα, που ήταν τότε μια σεμνότατη προσέγγιση την οποία οι Καντ, Χέγκελ, κλπ ανάπλασαν σε «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα» ή «φαινομενικό γίγνεσθαι της ιδέας», ήδη έχουν καταλήξει στον Φουκώ, αναμασώντας ένα θέμα λήξαν:  Οι ιδέες του Πλάτωνα ενώ πρώτα απ’όλα έχουν σημασία γνωσιολογική, ο Πλάτων απέφυγε να υπεισέλθει σε γνωσιολογικές λεπτομέριες νοιώθοντας ότι δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Ο Αριστοτέλης πάλι προχώρησε όμως με περίσκεψη.  Αντίθετα οι ευρωπαίοι άπληστοι ιδεολογικά, όπως βέβαια είναι σ’όλα τα πράγματα, έκαναν μια βαθιά βουτιά μέσα στα θολά νερά της μεταφυσικής, για την οποία «ανακάλυψαν» και τους όρους που την κάνουν επιστήμη, (την εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητα). Από τότε κι ακόμα ως σήμερα, κάποιοι φιλόσοφοι συνεχίζουν να χορεύουν το «υπερβατικό γαϊτανάκι» περί το Νοείν, την ώρα που η επιστήμη έχει πια μπεί σε άλλες προσεγγίσεις, επιστημονικά αδιάβλητες, που δεν έχουν καμιά σχέση με τις «υπερβασιακές» ή όχι θεωρίες τους. 
     [Ο εγκέφαλος, μέσω του DNA είναι η καταγραφή του κόσμου, όπως την περιέχουμε μέσα μας, αλλά συγχρόνως είναι η ανταπόκριση της ίδιας της καταγραφής του παγκόσμιου γίγνεσθαι, που είμαστα εμείς οι ίδιοι. Αυτή η καταγραφή είναι πλοκή στοιχείων, κυττάρων, νευρώνων, ενεργιακών ροών-αντιρροών που συνεχώς αυτο-διαμορφώνεται.       Μπαίνοντας η εμπειρία στον εγκέφαλο διεγείρει, αφυπνίζοντας τις δομές αυτές και τον αποκωδικοποιεί. Το μέρος του εγκεφάλου που αποκωδικοποιείται είναι η συνείδηση και η λογική, ενώ το απύθμενο μέρος που συνεχίζει να μένει κωδικοποιημένο, είναι η αισθητική, δηλαδή το συναίσθημα η ενόραση και η φαντασία. Το στοιχείο λοιπόν, που θα μπορούσε να ορίσει την μεταφυσική ως επιστήμη είναι η ανάλυση του DNA, που τότε πλέον δεν είναι μεταφυσική αλλά φυσική.  ―Όλα όσα χαραχτηρίζονται «μεταφυσικά» «υψηλά» ή «απόλυτα», σταδιακά η επιστήμη αποκαθηλώνει «προσγειώνοντάς» τα χαμηλά, εκεί που μπορούμε να πατάμε.  Όσο για την κοινωνική συμπεριφορά των ατόμων μιας κοινωνίας και τις δομές εξουσίας-καταστολής-εξέγερσης, τα είπαν άλλοι και καλύτερα και μένει η πρακτική που συνεχώς αλλάζει].

«―Ερώτηση ιστορική: οι μηχανισμοί της εξουσίας και ιδιαίτερα εκείνης  που εφαρμόζεται σε μια κοινωνία σαν την δική μας,  εντάσσονται άραγε στην κατηγορία της καταστολής;
―Ερώτηση ιστορικο-θεωρητική: η απαγόρευση, η λογοκρισία, η αποκήρυξη είναι άραγε μόνον τρόποι με τους οποίους ασκείται η Εξουσία;
―Ερώτηση κριτική:ο κριτικός λόγος που στρέφεται εναντίον της καταστολής έρχεται άραγε ν’αντικρούσει -για να φράξει το δρόμο- σε έναν μηχανισμό εξουσίας  που είχε λειτουργήσει ως τότε δίχως αμφισβήτηση ή μήπως αποτελεί μέρος του ίδιου ιστορικού πλέγματος με εκείνο που καταγγέλει (και δίχως άλλο μεταμφιέζεται) ονομάζοντάς το καταστολή».
     Διαλεκτικά σκεπτόμενοι: ―Ο κόσμος μας έχει φύση αντιφατική. Η ελευθερία είναι σύνδρομο απαγορεύσεων· κάθε κοινωνικό σύστημα όντας αντιφατικό, ορίζει μηχανισμούς εξουσίας, που ανοίγουν δρόμους σ’αυτούς που εξουσιάζουν και καταστέλλουν τους πόθους και τα δικαιώματα αυτών που είναι εξουσιαζόμενοι.
―Αυτό που είναι απαγόρευση, για μια τάξη ή κάποιο ταξικό στρώμα που εξουσιάζεται, είναι απελευθέρωση για την τάξη που ασκεί την εξουσία και γίνεται γι’αυτόν ακριβώς το σκοπό.
―«Όπου υπάρχει καταπίεση υπάρχει αντίσταση» κι όσο υπάρχουν τάξεις και κοινωνικά στρώματα με διαφορετικά συμφέροντα κι επιδιωξείς, οι λειτουργίες αντίστασης του καταπιεσμένου, όταν θα πάρει αυτός την εξουσία, γυρίζουν σε καταπιεστικό σύστημα ενάντια σ’αυτούς που ήταν πριν οι εχθροί του,  εφόσον δεν έχουν ακόμα εξαφανιστεί.
     Αυτό το σύστημα άλλοι τ’ονομάζουν υποκριτικά δημοκρατία, ενώ άλλοι του δίνουν το αληθινό του όνομα, που είναι δημοκρατική-δικτατορία. Είναι δημοκρατική-δικτατορία του χρήματος, όταν εξουσιάζουν οι αστοί και δημοκρατική-δικτατορία της εργασίας όταν εξουσιάζει το προλεταριάτο. Δηλαδή όσο μεγαλύτερη η δημοκρατία για τους αστούς, τόσο μεγαλύτερη δικτατορία για το προλεταριάτο, ενώ όσο μεγαλύτερη δημοκρατία για το προλεταριάτο, τόσο μεγαλύτερη δικτατορία για τους αστούς. Η δημοκρατική-δικτατορία των αστών είναι η γνωστή μας αστική δημοκρατία, ενώ η δημοκρατική-δικτορία του προλεταριάτου ονομάζεται σοσιαλισμός, που είναι πορεία προς τον κομμουνισμό, όπου δεν υπάρχει ούτε δημοκρατία ούτε δικτατορία αφού τάξεις δεν υπάρχουν. Όσο υπάρχει κεφάλαιο, υπάρχει μισθωτή εργασία και όσο υπάρχει μισθωτή εργασία, υπάρχει κεφάλαιο. Αυτό ισχύει καί στον καπιταλισμό καί στο σοσιαλισμό. Διαφέρουν στο ότι, την εξουσία στον καπιταλισμό έχει το χρήμα και η εργασία είναι υπηρέτης της αναπαραγωγής του χρήματος, ενώ στο σοσιαλισμό την εξουσία έχει η εργασία και το χρήμα είναι ο υπηρέτης της εργασίας. Ο σοσιαλισμός είναι μια πορεία κατά την οποία το προλεταριάτο μοιράζεται την εξουσία με αυτούς που το «βοηθάνε» να εξουσιάσει, δηλαδή τους γραφειοκράτες κι όσο αποδεσμεύεται απ’αυτούς τόσο η εξουσία περνάει στα δικά του χέρια. Τέλος της πορείας αυτής, είναι η κατάργηση  της γραφειοκρατίας, που είναι η προλεταριακή αμεσότητα, που δεν υπάρχουν πλέον τάξεις άρα δεν δικαιλογείται η ύπαρξη εξουσίας ούτε κομμάτων μα ούτε και του ΚΚ. Εκεί κάθε διάκριση έχει καταργηθεί γι'αυτό δεν υπάρχει χρήμα αφού το χρήμα είναι η διάκριση γυμνή].
     Βέβαια αυτά που ανέφερα, σίγουρα ο συγγραφέας μας τα γνωρίζει, ίσως όμως προσπαθεί να κάνει μια νέα διαπραγμάτευση στο θέμα.

                                              ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η κριτική ανάγνωση πρέπει να δει το υπό κρίσιν έργο από μια άλλη οπτική γωνία η οποία μπορεί να μην είναι και η καλύτερη, μα ούτε καλύτερη από το υπό κρίσιν κείμενο. Στο δύσκολο έργο του κ. Βέλτσου αυτή η κριτική ανάγνωση συνεχώς γυρίζει σ’ένα διάλογο που παύει να είναι τέτοιος αλλά παράλληλος μονόλογος
     Το ότι σταματώ την κριτική διαδικασία εδώ και δεν την τελειώνω σε όλο το έργο, είναι γιατί διαπιστώνω ότι θα γίνω πληκτικός δίπλα σ’ένα έργο τόσο ζωηρόχρωμο, πλήρες νοοτροπικών εκπλήξεων και αμφισημιών.
     Δε μπορώ όμως να μην τονίσω ότι ο ευφυής αυτός ανθρωπος, κάνει μια επική προσπάθεια να ορίσει μια ιδιωτική γλωσσοαναλυτική σύνταξη, που πατάει τόσο στην Αισθητική και το Συναίσθημα, τόσο στο Λόγο όσο και στη Συνείδηση.
     Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο πρωτότυπο είναι αυτό το εγχείρημά του· πιστεύω ότι είναι. Η μόνη μου ουσιαστική ένσταση για το έργο είναι, ότι δεν κάνει σαφές τι λογική ραχοκοκκαλιά έχει. Τονίζω αυτό γιατί τέτοιου είδους κείμενα που πατάνε σε δυο λογικογλωσσικά συστήματα, δημιουργούν συντακτική σύγχυση, έτσι που το έργο κάποιες στιγμές, παρουσιάζεται ως ανακόλουθο.
     Απ’την άλλη νομίζω ότι ο Βέλτσος θέλει να δημιουργηθεί αυτή η σύγχυση για να αναδυθεί η «διαυγής ασάφειά» του, που στηρίζεται στην πρό-κριση που αντλείται απ’την καντιανή «εκ των προτέρων γνωστική δυνατότητά του», την οποίαν μπορεί να έχει μεταμορφώσει όπως ο Χάιντεγκερ, σε μιαν «υπαρξιακή αυτοαποδοχή ενός εκ των προτέρων υποσυνείδητου Εγώ».

      Θεωρώ λοιπόν το έργο ως ένα είδος φιλοσοφικής υπαρξιακής ποιητικής που αναδίδει ένα έντονο άρωμα υπερρεαλισμού. Αυτό όλο όμως έχει μιαν αδυναμία: Χιλιετίες τώρα ορίζουμε τον Λόγο σε κανόνες, για να μπορούμε να επικοινωνούμε και να ερμηνεύουμε το σκοτεινό κόσμο γύρω μας.  Σ’αυτό η γλωσσοαναλυτική σύνταξη του Βέλτσου αστοχεί.  Εκτός βέβαια αν «φθεγγόμενος χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῄ διὰ τὸν ἐν Δελφοῖς» κι αυτή η φωνή δεν έφτασε ακόμα στην εποχή μας, ίσως φτάσει αργότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου